Μία από τις αγαπημένες λέξεις της πολιτικής του προηγούμενου αιώνα ήταν η λέξη «μέτωπο». Δάνειο από τη στρατιωτική ορολογία και άλλη μία απόδειξη της αρχαίας συσχέτισης ανάμεσα στην τέχνη της πολιτικής και στην τέχνη του πολέμου.
Στη γενεαλογία της Αριστεράς ήταν, κατά κανόνα, κάτι «λαϊκό» και δημοκρατικό. Στην κληρονομιά μιας ορισμένης Δεξιάς έγερνε πάντα προς το εθνικό. Το μέτωπο ή αλλιώς ο πλατύς σχηματισμός μάχης που εγγυάται –αν βεβαίως επιτύχει τον στόχο του –νίκες κατά του αντιπάλου. Και υπήρξε, έτσι, κυρίως εναντιωματικό και αντιπολιτευτικό. Οχι πάντα βέβαια. Τα τελευταία χρόνια όμως οι αναφορές στο ένα ή άλλο μέτωπο συνδέθηκαν οργανικά με το αντι-Μνημόνιο. Ο,τι άλλο προτάθηκε ως μέτωπο (λ.χ. τα ποικίλα μέτωπα της λογικής) παρέμεινε σε στενό κύκλο και δίχως κοινωνικό σώμα.
Εναν χρόνο μετά την κυβερνητική αλλαγή του περσινού Ιανουαρίου, συμβαίνει κάτι σημαντικό, κάτι που δεν υπήρχε πριν από λίγες εβδομάδες: φαίνεται ότι επιστρέφει η αγανάκτηση. Να σχηματίζεται δηλαδή κάτι «σαν μέτωπο». Μεγάλες ή μικρότερες κοινωνικές ομάδες, επαγγελματικές ενώσεις, κατηγορίες εργαζομένων κατεβαίνουν στους δρόμους. Ποιοι; Οχι ακριβώς οι ίδιοι που αποτελούσαν τον κλασικό κόσμο των πολλών απεργιακών διαδηλώσεων του 2012 ή του 2013. Η εικόνα τώρα δείχνει εμπλουτισμένη και διευρυμένη με νέα κοινά. Είναι ο γαλαξίας της μορφωμένης μεσαίας τάξης αλλά και ο κόσμος της υπαίθρου. Είναι οι τριανταπεντάρηδες επιστήμονες αλλά και ψαράδες ή κτηνοτρόφοι. Ο άξονας της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και τα νησιά. Οι «γραβάτες» απέναντι σε έναν πρωθυπουργό που αρνείται ακόμη να βάλει γραβάτα και ας βρίσκεται στο Νταβός.
Εχουν ειπωθεί και αναλυθεί τα κυριότερα για το πώς φτάσαμε μέχρις εδώ. Ξεκίνησα όμως μιλώντας για το μέτωπο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ του περσινού Ιανουαρίου ήθελε να είναι η πολιτική έκφραση του μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου. Τώρα, μόλις δώδεκα μήνες μετά, δεν ξέρουμε πια τι είναι. Ούτε, κυρίως, το τι θέλει να γίνει. Και αυτό είναι πιο ανησυχητικό. Για όσους βεβαίως έφυγαν καταγγέλλοντας την «ταξική συνθηκολόγηση» το πράγμα είναι πάντα απλό: έγινε μνημονιακός και επομένως νεοφιλελεύθερος. Για τους αντιπάλους του στην Κεντροαριστερά και στην Κεντροδεξιά εξακολουθεί να είναι μια λαϊκίστικη και ιδεοληπτική υπόθεση.
Κανένας όμως δεν μπορεί να πει τι είναι ακριβώς αυτή η κυβέρνηση. Ούτε φυσικά πού θα οδηγήσει ο θυμός της διάψευσης. Αν πρόκειται να εκτονωθεί σε κάποιες τελετές ήπιας ή αγριότερης διαμαρτυρίας ή αν θα φέρει γρήγορες ανατροπές μαζί με νέους γύρους κοινωνικής βίας.
Η παρουσία ωστόσο του θυμού, ύστερα από πολλούς μήνες αμφιθυμιών και απογοητευμένης αδράνειας, είναι ένα πισωγύρισμα. Οχι γιατί η πολιτική οφείλει να είναι χώρος στεγανοποιημένος από τα λαϊκά συναισθήματα, αλλά γιατί τα προηγούμενα χρόνια έδειξαν τα πολιτικά όρια της αγανάκτησης.

Ας συνοψίσουμε τα παλιότερα:

Υπήρξε ένας ελιτίστικος ορθολογισμός που πίστεψε ότι αρκεί η πειθαρχημένη συναίνεση στους οδικούς χάρτες των μνημονίων για να έλθει η έξοδος από την κρίση.
Απέναντι σε αυτό υψώθηκε ο ριζοσπαστισμός της κρίσης που συνδύασε τη λυτρωτική καταφυγή στον «δρόμο» με την ηθική καταδίκη της λιτότητας.
Τώρα σαν να βρισκόμαστε χιλιάδες μίλια μακριά από αυτές τις γραμμές. Στο κατώφλι μιας καινούργιας κατάστασης με άδηλη έκβαση. Η ριζική απομυθοποίηση όλων των αριστερών συνθημάτων ή ακόμα και των ιστορικών και ηθικών αναφορών της αριστερής μνήμης θα αποτελέσει ίσως το βασικό χαρακτηριστικό της ερχόμενης περιόδου. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε νέες εξάρσεις αντικοινοβουλευτικής και αντιπολιτικής άρνησης ή σε εκδηλώσεις ισοπεδωτικού «δεξιόστροφου» λαϊκισμού. Από τον χώρο των μεσαίων στρωμάτων ακούγονται ήδη φωνές αντιφορολογικής «εξέγερσης», ενώ ξαναζεσταίνεται και η τυφλή διαίρεση ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων.
Ολα αυτά όμως δεν είναι αναπόφευκτο να συμβούν ούτε προκαθορισμένα από κάποια κακή μοίρα. Η κοινωνική διαμαρτυρία δεν συνδέεται μηχανιστικά με έναν κύκλο πολιτικών ψευδαισθήσεων. Και τα μαθήματα της προηγούμενης περιόδου είναι ακόμη νωπά, παρά το ότι ξεχνάμε και ως γνωστόν «η Ιστορία διδάσκει πως δεν διδάσκει τίποτα». Το πιο ενδιαφέρον για μένα αφορά κυρίως τις αντίρροπες δυνάμεις στην παρακμή της κυβέρνησης και στο ιδεολογικό πισωγύρισμα. Το αν μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολιτικό πλαίσιο διαφορετικό από τον φιλελεύθερο τεχνοκρατισμό τον οποίο δείχνει να υιοθετεί η νέα ηγεσία της συντηρητικής παράταξης.
Αυτό που νομίζω δεν συνειδητοποιούμε ακόμη είναι το ηθικό και πολιτικό τραύμα αυτής της περιόδου. Το υποψιάζεται κανείς παρατηρώντας όσους φωνάζουν δυνατά αλλά κυρίως εκείνους που μιλούν μες απ’ τα δόντια τους, σαν να νιώθουν ένοχοι ή κρύβοντας την υπόκωφη στεναχώρια τους. Είναι ίσως οι περισσότεροι μαζί με εκείνους που δεν βγάζουν μιλιά και έχουν κόψει τις γέφυρες.
Οι επόμενες εβδομάδες θα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη φορά των πραγμάτων. Οχι μόνο για την αξιολόγηση και το Ασφαλιστικό αλλά και για τη συνολική τύχη αυτής της παράδοξης «νέας μεταπολίτευσης» που μοιάζει να επαναλαμβάνει τα παλιά.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ