Στο 5ο βιβλίο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, στον περίφημο Διάλογο των Μηλίων (Ιστορίαι Ε’, 85-111), ο Θουκυδίδης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι ουδέτεροι Μήλιοι προσέγγιζαν τους άτεγκτους αθηναίους ιμπεριαλιστές (τους «θεσμούς» της εποχής) λίγο προτού οι τελευταίοι τους καταστρέψουν. Οπως και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έτσι κι αυτοί αναζητούσαν «αμοιβαία επωφελείς λύσεις»: «…[Ν]α σας εξηγήσωμεν ποίον είναι το ιδικόν μας συμφέρον και [να] προσπαθήσωμεν να σας πείσωμεν να το αποδεχθήτε, εάν τούτο συμπίπτη να είναι συγχρόνως και ιδικόν σας» εκλιπαρούσαν (Ε’, 98). Εκπληκτοι οι πολιτικά (και ταξικά) «ψημένοι» Αθηναίοι (: οι «θεσμοί») αντέτειναν: «Εάν μακαρίζωμεν την απλότητά σας, δεν ζηλεύομεν όμως την ανοησίαν σας» (Ε’, 105). Πρόκειται ακριβώς για τον κώδικα της πολιτικής ανεπάρκειας των νάνων της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που κλήθηκαν να εκπροσωπήσουν γίγαντες: τις εκατοντάδες χιλιάδες που με τις δράσεις και τους αγώνες τους (τις σχεδόν 40 γενικές απεργίες και τα συλλαλητήρια, με αποκορύφωμα αυτό της 3ης Ιουλίου) ανέτρεψαν το φαύλο κομματικό σύστημα και με την ώριμη κραυγή «Ούτε βήμα πίσω!» ενέπνευσαν ανάλογες κινητοποιήσεις σε εκατοντάδες ευρωπαϊκές πόλεις. Οι νάνοι δεν κατάλαβαν ποτέ ότι δεν ενέχονταν σε «διαπραγματεύσεις» αλλά σε πόλεμο.
Η ανεπάρκεια αυτή, η κραυγαλέα πολιτική τους άνοια (τοις πράγμασι, μια προδοσία), ήταν που τους έκανε να προσχωρήσουν (ό,τι κι αν σήμερα υποστηρίζουν, όσες «μεταρρυθμίσεις» του τίποτα κι αν διατείνονται ότι απεργάζονται) στο δόγμα του «δεν υπάρχει εναλλακτική». Συνίσταται σε ένα στοιχείο απλό που δεν κατάλαβαν ποτέ (ούτε και πρόκειται να καταλάβουν): ότι όποιος θέλει να αντιπαλέψει την κυριαρχία δεν απευθύνεται στους κυρίαρχους για να τους πείσει να εκχωρήσουν την κυριαρχία τους αλλά στους κυριαρχούμενους (στους «από κάτω») με στόχο να τους εμψυχώσει και να κατευθύνει τον ανατρεπτικό τους αγώνα. Οι νάνοι όμως της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, καταφανώς δέσμιοι του πλέγματος κατωτερότητάς τους, δεν ήθελαν τελικά αυτό. Ηθελαν, πριν και πάνω απ’ όλα, να γίνουν συμμέτοχοι σε μιαν «ευυπόληπτη συζήτηση», στην καλύτερη περίπτωση αγνοώντας (όπως και οι Μήλιοι) ότι αυτή θα ήταν νομοτελειακά μια συζήτηση στο τερέν της κυριαρχίας∙ μια συζήτηση που αργά ή γρήγορα θα τους υποχρέωνε να γίνουν –στον βαθμό που από πριν δεν το ήθελαν –«ευυπόληπτοι μεταρρυθμιστές» των αντιμεταρρυθμίσεων της συρρίκνωσης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Νεκρανάστησαν έτσι ό,τι οι γίγαντες της κοινωνικής βάσης είχαν ήδη από πολλού ματαιώσει: τη λογική της νεοφιλελεύθερης, χρηματιστικοποιημένης ΕΕ, τη λογική του… γαία πυρί μιχθήτω. Ως αποτέλεσμα, η δημόσια σφαίρα καταδυναστεύεται σήμερα και πάλι από τα ζόμπι του πιο ανελέητου νεοφιλελευθερισμού που δήθεν «αναταράσσουν» τον δημόσιο βίο (βλ. εξελίξεις στη ΝΔ) ή φραγκολεβαντίνους που, εξαγγέλλοντας με τριτοκοσμικό οίστρο τη φαντασίωση «να γίνουμε Ευρώπη», αναπαράγουν ό,τι πιο παραδοσιακά εθνοκεντρικό, ό,τι πιο αδιέξοδα παρωχημένο (βλ. εξελίξεις στο Ποτάμι). Πρόκειται για εικόνα ιλαροτραγική, μια εικόνα απόλυτης κατάπτωσης.
Ολα όμως αυτά τα –άκρως επιθετικά –απόνερα της εκκωφαντικής ανεπάρκειας του ΣΥΡΙΖΑ, που με την άφρονα έπαρσή τους προσβάλλουν τη δημόσια σφαίρα, συνιστούν κίνδυνο όχι μόνο για το πολιτικό μας παρόν και μέλλον αλλά και για την ίδια τη δυνατότητά μας να σκεπτόμαστε: αποτελούν ένα εγχείρημα θεσμοποίησης του παραλογισμού. Το μέγιστο αυτό συμπέρασμα της συγκυρίας πρέπει άμεσα και επιτακτικά να γίνει πεποίθηση και εξωστρεφής διεκδικητικός λόγος όσων βλέπουν τη ζωή τους να συνθλίβεται στον ορυμαγδό της κυρίαρχης ανοησίας και της ανερυθρίαστης διαστροφής της λογικής που επιχειρείται: όσο «ανανεωμένη» είναι η ΝΔ υπό τη νέα της ηγεσία (και τους συν αυτή παρατρεχάμενους) τόσο «αριστερή» είναι και η κρατική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ –«Αριστερά», πρέπει όλοι να αναλογιζόμαστε, δεν είναι αυτό∙ η Ιστορία δεν τελείωσε!
Εναν χρόνο μετά την οδυνηρή εμπειρία των νάνων που οι περιστάσεις τούς έφεραν να εκπροσωπούν γίγαντες, πρέπει σήμερα ο πολιτικός προβληματισμός να κινηθεί προς τα εμπρός. Δύο είναι οι κρίσιμοι περί αυτό άξονες: (α) Ευρώπη δεν είναι οι «εταίροι» της ΕΕ –αυτοί είναι ό,τι ακριβώς ήταν και οι Αθηναίοι για τους Μήλιους: μια αδίστακτη δύναμη επιβολής∙ (β) για να αντιμετωπιστούν αυτοί και όλοι οι εγχώριοι αναμεταδότες τους (συνειδητοί και ανεπίγνωστοι) χρειάζεται η ενωτική ανάδειξη των αρχών της Αριστεράς: η δημοκρατική εμβάθυνση, ο συλλογικός έλεγχος και η διαχείριση του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Σε πείσμα των φαύλων που κάνουν πως δεν ακούνε (ή δεν καταλαβαίνουν), το αίτημα αυτό έχει απολύτως συγκεκριμένες λύσεις στα αδιέξοδα του καπιταλισμού της καταστροφής και αποκτά καθημερινά όλο και περισσότερο συναρπαστικά διεθνή εμβέλεια.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ