Η εξέλιξη των αμοιβών στη διάρκεια της κρίσης χαρακτηρίστηκε από σημαντικές διαφοροποιήσεις για πολλές ομάδες εργαζομένων, κυρίως κάτω από την επίδραση τριών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η ύφεση, που έπληξε με διαφορετική ένταση τους διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, το ύψος της ανεργίας, το είδος της απασχόλησης και τις μειώσεις μισθών που ακολούθησαν σε κάθε τομέα. Οι μειώσεις αυτές επηρεάστηκαν και από την οικονομική κατάσταση της κάθε επιχείρησης. Αλλες μονάδες προχώρησαν σε σοβαρές περικοπές μισθών, άλλες σε ήπιες ή πολύ ήπιες. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν οι υποχρεωτικές οριζόντιες μειώσεις μισθών που επιβλήθηκαν κυρίως στον δημόσιο τομέα και οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, που επίσης επηρέασαν σημαντικά, αλλά έμμεσα, τις μισθολογικές μεταβολές. Το τρίτο αίτιο ήταν οι αποφάσεις δικαστηρίων ή και της Κεντρικής Διοίκησης, που είτε εξαίρεσαν περίπου 70 χιλ. εργαζομένους του δημόσιου τομέα από τις περικοπές με τη μορφή των «προσωπικών διαφορών» είτε εξαίρεσαν ευρύτερα στρώματα του δημόσιου τομέα ακυρώνοντας εκ των υστέρων γενικούς κανόνες που φαινομενικά είχαν επιβληθεί σε όλους.
Οι παράγοντες αυτοί οδήγησαν σε σοβαρές αποκλίσεις στις αμοιβές, αφενός μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αφετέρου στο εσωτερικό του ίδιου του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις άλλαξε η αρχική –πριν από την κρίση –κοινωνική και οικονομική ιεραρχία και η σχετική θέση κοινωνικών τμημάτων. Αυτές οι σημαντικές διαφορές σε περίοδο γενικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων σήμαιναν καταρχήν νέου τύπου ανισότητες και αδικίες στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, που επηρέασαν δραστικά κοινωνικές αντιλήψεις και στη συνέχεια έπληξαν τη σταθερότητα και τη λειτουργία των πολιτικών δομών.
Χάσμα στις αμοιβές


Το άμεσο αποτέλεσμα των επιδράσεων αυτών στις αμοιβές εργασίας ήταν η δημιουργία ενός σημαντικού χάσματος μεταξύ στενού δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Οι αμοιβές σε όλο τον δημόσιο τομέα μειώθηκαν μεταξύ 2009 και 2015 κατά μέσον όρο, αθροιστικά, κατά 7,6%. Στον (μη τραπεζικό) ιδιωτικό τομέα οι αμοιβές μειώθηκαν κατά 19,5% αντίστοιχα, δηλαδή δυόμισι φορές περισσότερο από ό,τι στον στενό δημόσιο τομέα, στις κατώτατες αποδοχές η μείωση έφτασε το 14,2%, ενώ στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, που απολάμβαναν υψηλές αμοιβές εργασίας, η μείωση αυτή έφτασε το 25,2% (στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος). Από τη σκοπιά της ανισότητας είναι ευνόητο ότι η μείωση των αμοιβών στις ΔΕΚΟ από τη μία μείωσε την εισοδηματική ανισότητα μεταξύ εργαζομένων στις ΔΕΚΟ και λοιπών εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον στενό δημόσιο τομέα. Από την άλλη, όμως, η παραπάνω διαφορά στην εξέλιξη των αμοιβών στον ιδιωτικό και στον στενό δημόσιο τομέα (περίπου 11,5 ποσοστιαίες μονάδες) διόγκωσε στη διάρκεια της κρίσης το ήδη υφιστάμενο χάσμα των αμοιβών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα υπέρ του πρώτου ακόμη παραπάνω.
Οι σοβαρές διαφοροποιήσεις στην εξέλιξη των εισοδημάτων αποτυπώνονται και στις φορολογικές δηλώσεις των ίδιων των φορολογουμένων για την περίοδο 2008-2012 (συνολικά εισοδήματα στην οικονομία): Μειώσεις μεταξύ 27,4% και 56,7% (αμοιβές εργασίας, εισόδημα ελεύθερων επαγγελματιών, εισοδήματα από κεφάλαιο, όπως ενοίκια, τόκοι/μερίσματα, εμπορικές δραστηριότητες) και αυξήσεις μεταξύ 12,8% (σύνολο συντάξεων) και 26,2% (αγροτικά εισοδήματα και εισοδήματα από αγροτικές επιδοτήσεις).
Για μεγάλο αριθμό εργαζομένων και προσώπων με εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, πέρα από τις μειώσεις αυτές αυξήθηκε σημαντικά και η ανεργία (λόγω μείωσης προσωπικού, διακοπής της δραστηριότητας όπου εργάζονταν, κλεισίματος της δραστηριότητας την οποία οι ίδιοι ασκούσαν). Μεταξύ 2008 και 2012 περίπου 457 χιλ. νοικοκυριά σταμάτησαν να έχουν εισόδημα από μισθωτή εργασία, 306 χιλ. νοικοκυριά σταμάτησαν να έχουν εισόδημα από ελεύθερα επαγγέλματα ή εμπορικές – επαγγελματικές δραστηριότητες, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών που άρχισαν να έχουν εισόδημα από συντάξεις αυξήθηκε κατά 306 χιλιάδες.
Πρόσθετοι φόροι


Τα εισοδήματα αυτά μειώθηκαν ακόμη περισσότερο λόγω της αύξησης των φορολογικών επιβαρύνσεων (άμεσοι και έμμεσοι φόροι και φόροι περιουσίας). Η μέση επιβάρυνση των εισοδημάτων από τους πρόσθετους αυτούς φόρους αυξήθηκε κατά 8,8 ποσοστιαίες μονάδες μέσα στην κρίση. Το εισοδηματικά χαμηλότερο τμήμα του πληθυσμού υπέστη μια μικρότερη μείωση εισοδήματος λόγω της ύφεσης από ό,τι το μέσο νοικοκυριό, αλλά μια μεγαλύτερη συρρίκνωση λόγω συγκριτικά υψηλότερης πρόσθετης φορολογικής επιβάρυνσης.
Στο εσωτερικό του φορολογικού συστήματος η σημαντικότερη αυξητική μεταβολή προήλθε από τους νέους φόρους περιουσίας. Το παράδοξο είναι ότι καθώς τα χαμηλότερα εισοδήματα είχαν συγκριτικά υψηλότερο τμήμα ακίνητης περιουσίας, επλήγησαν περισσότερο. Για παράδειγμα, το φτωχότερο (και κάτω από το όριο της φτώχειας) 20% τμήμα της κοινωνίας είδε το εισόδημά του να μειώνεται μεταξύ 2008 και 2012 λόγω πρόσθετης φορολογίας στη διάρκεια της κρίσης κατά 13,5%. Από αυτό το 13,5%, το 9,5% προερχόταν αποκλειστικά από την πρόσθετη φορολογία ακίνητης περιουσίας. Συγκριτικά υψηλή, αλλά λιγότερο από την παραπάνω περίπτωση, ήταν η επιβάρυνση των επόμενων (υψηλότερων) κατηγοριών εισοδήματος λόγω της πρόσθετης φορολογίας ακίνητης περιουσίας.
Το αν η φορολογία της ακίνητης περιουσίας ήταν σωστό μέτρο και σε ποιον βαθμό δεν απαντιέται μόνο με τα μεγέθη αυτά. Ενας «σωστός» φόρος περιουσίας απαιτεί πολύ βαθύτερες εκτιμήσεις και κατανοήσεις του προβλήματος από αυτές που διαπιστώνει κανείς στη δημόσια συζήτηση. Τα παραπάνω όμως αποτελούν έναν σοβαρό ερμηνευτικό παράγοντα τού γιατί η αύξηση της φορολογίας ακίνητης περιουσίας προκάλεσε μια διπλή κοινωνική και πολιτική αντίδραση: Κατ’ αρχάς των οικονομικά πιο αδύναμων στρωμάτων, τα οποία κλήθηκαν να καταβάλουν σημαντικά αυξημένους φόρους από ένα χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος, αλλά επίσης και τμημάτων από τα οικονομικά υψηλότερα στρώματα, που μέχρι την κρίση διέφευγαν ή απέφευγαν τη φορολογία περιουσίας με διάφορους τρόπους.
Ανατροπή ισορροπιών


Οι ασυμμετρίες αυτές και οι ανατροπές που προκάλεσαν στους προγενέστερους κοινωνικούς και οικονομικούς συσχετισμούς και ισορροπίες δείχνουν μερικές από τις πολύ μεγάλες μεταβολές που η κρίση προκάλεσε σε όλο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ισως πιο σωστό θα ήταν να πει κανείς ότι δείχνουν σε ποιον βαθμό οι προγενέστερες ισορροπίες ήσαν σαθρές και εύθραυστες και γι’ αυτό γέννησαν και παρατείνουν την κρίση. Οταν αυτό που κυριαρχεί είναι γενεσιουργό αίτιο αστάθειας και κρίσης και, παράλληλα, κοινωνία και πολιτικό σύστημα αρνούνται να οργανώσουν κάτι καλύτερο, σταθερό και βιώσιμο, το αποτέλεσμα προκαλεί μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση και αντιδράσεις. Η κοινωνία μας είναι μακριά από το να φτάσει σε μια κοινωνική συμφωνία πάνω σε θεμελιακά ζητήματα. Επειτα από όσα μεσολάβησαν, οι πιο επαναστατικές λύσεις είναι αυτές που έπειτα από επίμονη σκέψη και δουλειά θα αρχίσουν να προσδίδουν στην κοινωνία μας τον χαρακτήρα μιας «κανονικότητας».
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ