Από τις προκλητικές, αξιοθρήνητες χουντολαικίστικες σκυλάδικες επιδόσεις της γηπεδόβιας, κυβερνητικής εκπροσώπου σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς ή τις θεατρικές αναζητήσεις… επιπέδου του συνόλου της κυβέρνησης, μέχρι τον απίθανο υπουργό που καταγγέλλει με οργή τη συμφωνία που έφερε και ψήφισε ο ίδιος ως αρμόδιος στη Βουλή για τα περιφερειακά αεροδρόμια, η επικαιρότητα έχει τόσα τέτοια αυτές τις ημέρες που αν δεν ήταν τραγική ασφαλώς θα ήταν ακραία κωμική – δυστυχώς, δεν είναι.
Όλα αυτά έχουν την ίδια βάση: είναι φτηνές δημόσιες σχέσεις: σε αυτή τη λογική εντάσσονται. Είναι όμως απορίας άξιο τι φαντάζεται η κυβέρνηση ότι μπορεί να πετύχει με τις δημόσιες σχέσεις όταν γίνονται όλα όσα γίνονται, τόσο εντός όσο κι εκτός της χώρας, μέσα και γύρω από αυτήν; Όχι μόνον δεν μπορεί να πετύχει το παραμικρό, αλλά μπορεί να κάνει και πολύ μεγάλη ζημιά. Κι αν έδειξε κάτι η «επιχείρηση εκδίωξη του ΔΝΤ» στην οποία επιδόθηκε η κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα πριν την πάρει πίσω άρον άρον, είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, του οποίου ο Τσίπρας είναι σήμερα ο αδιαμφησβήτητος πρωταγωνιστής, είναι ανεπίδεκτο μαθήσεως. Και αυτό καθώς το ίδιο έργο όχι απλώς έχει ξαναπαιχτεί πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα, αλλά υπήρξε και κύρια αιτία για να φύγουν οι προηγούμενοι και να έρθει, την ώρα που ήρθε, ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Μερικές εβδομάδες πριν την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά, την οποία ουσιαστικά προκάλεσαν οι δανειστές μη δίνοντας το πράσινο φως στην τελευταία αξιολόγηση εκείνης της χρονιάς γνωρίζοντας φυσικά το τι θα επακολουθούσε, είχε τεθεί από ελληνικής πλευράς ζήτημα της αποχώρησης του ΔΝΤ. Πώς; Αφενός μέσω της κοινής γνώμης δια διαρροών στον Τύπο και, αφετέρου, στις σχετικές συνομιλίες, ιδίως με τους Γερμανούς, όπως συνέβη και στο Βερολίνο, στο εκεί τελευταίο ταξίδι του τότε πρωθυπουργού. Η βασική «ιδέα» ήταν ότι το ΔΝΤ είναι πολύ πιεστικό σε εκείνα που δεν θέλει με τίποτα μια κυβέρνηση να κάνει και ότι η έξοδός του από το πρόγραμμα, σε συνδυασμό με επιτυχή αξιολόγηση, θα έδινε ένα δυνατό χαρτί στην τότε κυβέρνηση ώστε να απέφευγε την πτώση στην προεδρική εκλογή, ή, ακόμα περισσότερο, να κέρδιζε και τις εκλογές αν τελικά ήταν να γίνουν.
Το σχέδιο έμοιαζε πολύ ελκυστικό, αλλά, δυστυχώς, ήταν πολύ επιπόλαιο. Όπως όλοι θυμούνται, όταν μπήκε μπροστά η Ελλάδα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα με ένα τσουνάμι εξελίξεων που κατέληξαν στην πτώση της κυβέρνησης, η οποία ήταν ανίκανη να ελέγξει την κατάσταση. Όχι μόνον έβαλε το κεφάλι της στο ντορβά, αλλά το έκανε για να διώξει το μόνο τμήμα των δανειστών που επέμενε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Αλλά και το μόνο στο οποίο υπήρχε αληθινός κοινός τόπος Βερολίνου – Ουάσιγκτον. Γιατί; Επειδή έτσι η κυβέρνηση θα απέφευγε, πίστευε, μια σειρά από δύσκολα πράγματα που είχε δεσμευθεί να κάνει – τα ίδια…
Όπως και τώρα, έτσι και τότε, το ίδιο το ΔΝΤ είχε μιλήσει ελάχιστα. Αντίθετα, το Βερολίνο είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι διαφωνούσε κάθετα: τότε δια της Μέρκελ, τώρα δια του Σόιμπλε: τους θέλουν εδώ, παρά τις όποιες περί χρέους διαφωνίες. Και έτσι ήταν που τελικά η πολιτική «διώχνουμε το ΔΝΤ» έγινε η (βίαιη σχεδόν) αρχή του τέλους της προηγούμενης κυβέρνησης. Θα γίνει άραγε και της νυν; Μάλλον όχι, καθώς τραβήχτηκαν αμέσως πίσω με αστραπιαία αναδίπλωση – προς στιγμή τουλάχιστον. Όμως, ίσως όχι και για έναν ακόμα εξίσου σημαντικό λόγο: ότι μετά και από τις τελευταίες τους αποφάσεις, ούτως ή άλλως τους έρχεται τέτοια καταιγίδα που κανείς δεν ξέρει τι τους ξημερώνει.
Αυτό είναι απόλυτα δεδομένο. Εκείνο που πρέπει να ευχόμαστε, είναι να βρούμε μπροστά μας μόνον αυτή την καταιγίδα. Κι όχι άλλη, διαφορετικού τύπου, από ανατολικά…