Η συζήτηση που ανέκυψε σε σχέση με το μάθημα των Θρησκευτικών και τη θέση του στο αναλυτικό πρόγραμμα των ελληνικών σχολείων δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους όσους κήδονται πραγματικά της Παιδείας της χώρας. Οπως είναι σε όλους γνωστό, τα φλέγοντα και τα επείγοντα προβλήματα στον χώρο της Παιδείας είναι άλλα και όχι το μάθημα των Θρησκευτικών και η διδασκαλία του. Η σκέψη πάντως που έχει ακουστεί για μεταβολή του μαθήματος σε προαιρετικό, διά της εισαγωγής της δυνατότητας αναιτιολόγητης επιλογής για απαλλαγή από αυτό, συνεπάγεται την κατάργησή του. Ποιος μαθητής ή μαθήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα θελήσει να απαλλαγεί από τον φόρτο ενός ακόμη μαθήματος που απαιτεί μελέτη και εκμάθηση πληροφοριών; Ετσι με την άσκηση της ελεύθερης επιλογής μαθητών και γονέων για την «ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των παιδιών» –αυτό είναι το ακαταμάχητο παιδαγωγικό επιχείρημα –θα μπορέσει να επέλθει, επιτέλους, η απαλλαγή του αναλυτικού προγράμματος από το «φοβερό» μάθημα των Θρησκευτικών.
Και όμως πρόκειται για ένα μάθημα εντελώς παρεξηγημένο, με ευθύνη βέβαια των βιβλίων, πλείστων από τους διδάσκοντες αλλά και λόγω της γενικότερης προκατάληψης που έχει καλλιεργηθεί στην κοινωνία μας εναντίον κάθε εκδοχής της πνευματικής ζωής που θα μπορούσε να εκληφθεί ως συντηρητική. Μαζί με το εξίσου πολύπαθο μάθημα της Ιστορίας, η διδασκαλία των Θρησκευτικών, αν δεν μεταβάλλεται σε ιδεολογικό πειθαναγκασμό, μπορεί να συμβάλει με ουσιώδη τρόπο στη γενικότερη παιδεία των παιδιών, παρέχοντας πληροφορίες και ενημέρωση για μία από τις θεμελιώδεις εκδηλώσεις του πνευματικού βίου της ανθρωπότητας, συντελώντας συγχρόνως και στην καλλιέργεια της ανεκτικότητας και του σεβασμού της ετερότητας. Ας υπενθυμίσουμε και το αυτονόητο ότι παιδεία σημαίνει κυρίως την καλλιέργεια της γλωσσικής ικανότητας, δηλαδή την επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, και την εγκυκλοπαιδική μόρφωση των παιδιών, όχι την απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων τις οποίες τα παιδιά διαθέτουν ούτως ή άλλως από μικρά, ζώντας σε κοινωνίες που συνθλίβονται πλέον από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Αυτό βέβαια είναι μια άλλη, μάλλον σοβαρότερη συζήτηση, αλλά το πρόβλημα αντιμετωπίζεται δυστυχώς με έναν πραγματικά απίστευτο στρουθοκαμηλισμό.
Τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών τούς έχουν εκθέσει ο Αρχιεπίσκοπος και άλλοι ιεράρχες, επικαλούμενοι και το Σύνταγμα της ελληνικής πολιτείας. Νομίζω ότι έχουν λεχθεί όσα χρειάζονται να λεχθούν για τη σημασία της θρησκευτικής παιδείας ως προς τη στοιχειώδη αυτογνωσία μιας κοινωνίας που παραμένει στην πλειονότητά της χριστιανική –με κριτήριο ποσοτικό βεβαίως, αφού οι περισσότερες οικογένειες βαπτίζουν ακόμη τα παιδιά τους.
Ως εκπαιδευτικός όμως που υπηρέτησε την Παιδεία της χώρας για τριάντα πέντε χρόνια θεωρώ χρέος μου, λαμβάνοντας δημοσίως τον λόγο, να τονίσω μια άλλη πλευρά του ζητήματος που δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας. Τυχόν κατάργηση των Θρησκευτικών συνιστά ένα σοβαρό βήμα για την αποκοπή της Παιδείας μας από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Χωρίς τη γνώση της ιστορίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, της Αγίας Γραφής, όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός του οποίου το υπόστρωμα είναι χριστιανικό καθίσταται ακατανόητος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις εικαστικές τέχνες και τη μουσική, των οποίων η έμπνευση και η θεματολογία μέχρις αργά τον δέκατο όγδοο αιώνα προέρχονται κυρίως από τη χριστιανική κληρονομιά της Ευρώπης. Ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός θα καταστήσει τα παιδιά μας ανίκανα να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν τα επιτεύγματα του σημαντικότερου πεδίου στο οποίο εκδηλώθηκε η δημιουργικότητα του ευρωπαϊκού κόσμου, του πεδίου της τέχνης.
Πολλά ακόμη θα μπορούσαν να λεχθούν για τις ολέθριες συνέπειες του θρησκευτικού αναλφαβητισμού. Η εγκυκλοπαιδική γνωριμία με το φαινόμενο της θρησκείας συνιστά αναγκαίο συντελεστή της αυτογνωσίας όχι μόνο της σημερινής χριστιανικής αλλά και της μελλοντικής πολυπολιτισμικής Ελλάδας. Η θρησκευτική παιδεία δε αποτελεί παράγοντα αποφασιστικό για την καλλιέργεια της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου. Μέχρι να καταστούμε όλοι καντιανοί φιλόσοφοι με ισχυρή την επίγνωση της αυτονομίας της ηθικής πράξης βάσει της κατηγορικής προσταγής, ας φανούμε πιο ταπεινόφρονες αποδεχόμενοι και το ενδεχόμενο της διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας διά της θρησκευτικά ετερόνομης ηθικής αγωγής. Αν όλα αυτά, με την κατάργηση των Θρησκευτικών στα σχολεία, αφεθούν στους φονταμενταλιστές οι οποίοι καραδοκούν, τότε ακριβώς θα μεταβληθούν οι θρησκείες σε κηρύγματα μίσους και φανατισμού και σε κυψέλες ποικίλων μορφών τρομοκρατίας, περιλαμβανομένων εκείνων που γνωρίζουν πολύ ωραία να μεταμφιέζονται υπό την ευσεβιστική υποκρισία που δεν απουσιάζει δυστυχώς και από τις ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ας τα σκεφτούν όλα αυτά όσοι θα επιχειρήσουν να συμβάλουν στην περαιτέρω αποσάθρωση της Παιδείας της χώρας με νέες μεταρρυθμίσεις και ας απαλλαγούν από τις «παιδαριώδεις διαταραχές», για τις οποίες είχε μιλήσει κάποτε και ο Β. Ι. Λένιν.
Ο κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ