Οι νέες συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές) που βιώνει η χώρα μας την τελευταία πενταετία φαίνεται να έχουν αυξήσει τις ανάγκες ψυχικής υγείας παιδιών εφήβων (ΨΥΠΕ) και των οικογενειών τους καθώς και την ανάγκη παροχής υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα. Η αγωνία είναι μεγάλη για όλους τους νέους και κυρίως εκείνους με προβλήματα ψυχικής υγείας (10%-20% συνόλου).
Η φτώχεια και κυρίως οι ανισότητες σχετίζονται με προβλήματα ψυχικής υγείας στα παιδιά μέσω επίδρασης στην ψυχική υγεία των γονέων τους και στον τρόπο άσκησης του γονικού ρόλου. Αργότερα δε με αντικοινωνικότητα, προβλήματα υγείας, χρήση ουσιών, μικρότερη εκπαιδευτική πρόοδο, κακή αναπαραγωγική και σεξουαλική ζωή. Τα ποσοστά προβλημάτων ψυχικής υγείας είναι τριπλάσια έως τετραπλάσια σε παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος, ενώ από την άλλη, τα προβλήματα ψυχικής υγείας έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, όπως στην εργασία (κυρίως με τη μορφή της απώλειας παραγωγικότητας), στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην πρόνοια και στη δικαιοσύνη.
Η ΨΥΠΕ στη χώρα μας δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα, παρά την ανάπτυξη πολλών, όχι όμως αρκετών, υπηρεσιών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό και θλιβερό πως δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε καν καταγραφή των αναγκών με βάση μια πανελλήνια επιδημιολογική μελέτη, όπως έγινε για τους ενηλίκους.
Στην καθημερινή μας πρακτική συναντούμε ολοένα και περισσότερες οικογένειες με σύνθετες ανάγκες ενώ ένας σημαντικά αυξανόμενος αριθμός παιδιών που απομακρύνονται με εισαγγελική εντολή από τις οικογένειές τους καταφθάνουν στα παιδιατρικά νοσοκομεία και συγκεκριμένα στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία» (170 το 2014 έναντι 80 το 2011). Οι πιο συχνοί λόγοι απομάκρυνσης είναι χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, προβλήματα ψυχικής υγείας στους γονείς, παραμέληση, κακοποίηση ή/και εγκατάλειψη των παιδιών. Από αυτά μόλις το 30% αυτών επιστρέφουν στις οικογένειές τους. Αραγε θα ξαναζήσουμε τις εποχές των ιδρυμάτων για τα παιδιά μας και μάλιστα τα υγιή; Στο ίδιο νοσοκομείο, ο όγκος εργασίας βαίνει συνεχώς αυξανόμενος για το ολοένα μειούμενο λόγω συνταξιοδοτήσεων προσωπικό (ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό) που ήδη εμφανίζει σημεία επαγγελματικής κόπωσης. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε την προοδευτική συρρίκνωση ΜΚΟ με πλούσιο και αξιόλογο έργο, όπως η ΕΨΥΠΕ, μια ιστορική εταιρεία που ξεκίνησε τη δράση της με την αποασυλοποίηση του πρώην ΠΙΚΠΑ Λέρου (1991). Επιπλέον, πολλές οικογένειες έχουν αναγκαστεί να μειώσουν ή να διακόψουν τις θεραπείες των παιδιών τους ακόμη και για σοβαρά προβλήματα, όπως π.χ. ο αυτισμός, ενώ ταυτόχρονα έχουν μειωθεί τα χρήματα που λαμβάνουν από τα ασφαλιστικά τους ταμεία για θεραπείες και επιδόματα.
Από τη μελέτη της οικονομικής κρίσης στη Φινλανδία τη δεκαετία του ’90 γνωρίζουμε πως οι επιπτώσεις της στην ΨΥΠΕ ήταν μακροχρόνιες και όχι μόνο εξαιτίας των περικοπών στην υγεία και ψυχική υγεία, αλλά και λόγω των περικοπών σε άλλους τομείς, π.χ. εκπαίδευση και πρόνοια. Ο φόβος των γονέων για πιθανή ανεργία δρούσε απειλητικά (περισσότερο από την ίδια την ανεργία!) για την ψυχική ισορροπία των παιδιών τους, ενώ εκείνο που προστάτευε τα παιδιά ήταν η ενεργός συμμετοχή τους στις οικογενειακές δραστηριότητες.
Αν και δεν γνωρίζουμε τις επιπτώσεις της κρίσης στην ΨΥΠΕ στη χώρα μας, είναι αναμενόμενο πως η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει κρίση στην ΨΥΠΕ. Είναι ανάγκη λοιπόν να επενδύσουμε στην πρόληψη και προαγωγή της ΨΥΠΕ, που αποτελεί και οικονομικά συμφέρουσα λύση, με συγκεκριμένες εστιασμένες παρεμβάσεις για ευάλωτους πληθυσμούς παιδιών και οικογενειών. Τα προγράμματα αυτά στοχεύουν κυρίως στη βελτίωση της άσκησης του γονικού ρόλου και του δεσμού γονέα – παιδιού, τη μείωση του κινδύνου κακομεταχείρισης των παιδιών, καθώς και την αποτροπή σοβαρών αντικοινωνικών συμπεριφορών στο μέλλον.
Οι υπηρεσίες ΨΥΠΕ είναι ανάγκη να ενισχυθούν, να προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους και να δώσουν περισσότερο χρόνο στη θεραπεία και στην πρόληψη. Επιπλέον, είναι σημαντικό να μην προχωρήσει η ήδη δρομολογημένη κατάργηση της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας του υπουργείου Υγείας.
Η περίοδος της λιτότητας που ζούμε σήμερα είναι ακριβώς η πιο ακατάλληλη για περικοπές στην ψυχική υγεία, αφού οι συνέπειες των βραχυπρόθεσμων περικοπών θα αποδειχθούν οδυνηρές μακροπρόθεσμα. Η επένδυση στην προαγωγή της ψυχικής υγείας των παιδιών μας είναι σίγουρα μια επένδυση για το παρόν και το μέλλον της χώρας (βλ. και σχετικό άρθρο στο «Lancet», 25/07/2015).
Ο κ. Γεράσιμος Κολαΐτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Παιδοψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Erasmus University Medical Center του Ρότερνταμ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ