Αν δει κανείς προσεκτικά τις αποφάσεις που έχουν σχέση με το Εκπαιδευτικό Σύστημα, τις εισροές και τις εκροές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τις Τριτοβάθμιας, διαπιστώνει ότι κάθε χρόνο/εκπαιδευτικό έτος, αυξάνουν οι αριθμοί εισερχομένων στα ΑΕΙ και ότι οι εκροές δεν έχουν αντιστοιχία, με την ικανότητα της χώρας να απορροφά την πλεονάζουσα προσφορά εργατικού δυναμικού επιπέδου εξειδίκευσης. Η οικονομία υποχρεούται σε υψηλού κόστους επενδύσεις, στη βαθμίδα των ΑΕΙ, με δύο σοβαρές συνέπειες:
.- είναι διαρκής, συνεχής η αύξηση του αριθμού υψηλού επιπέδου εξειδίκευσης, που μένει εκτός απασχόλησης.
.- ο πληθυσμός υψηλού κόστους εξειδίκευσης απορροφάται σε εργασίες που δεν χρειάζεται τόσο μεγάλη δαπάνη.
Αυτό γίνεται γιατί δεν υπάρχει σύστημα παρακολούθησης των δυνατοτήτων της οικονομίας εις ότι αφορά τον αριθμό προσφοράς η οποία είναι ικανή να το απορροφήσει. Το φαινόμενο αυτό παίρνει ακραίες διαστάσεις, αν υπολογίσει κανείς τους ρυθμούς εκροών από τα ΑΕΙ τα οποία λειτουργούν στη χώρα μας και τους ρυθμούς των εκροών από τα ΑΕΙ στο εξωτερικό, με εισοδήματα που παράγονται στην Ελλάδα και δαπανώνται εκτός χώρας.
Μια βασική αιτία της σύγχυσης που υπάρχει στο Εκπαιδευτικό μας Σύστημα είναι η εμμονή των εκάστοτε Κυβερνήσεων να θέλουν να διαχειρίζονται, το Σύστημα, με κριτήρια πολιτικά συντόμου διαρκείας, ποτέ με στόχους μακροχρόνιους. Το λάθος είναι μέγα/εφιαλτικό και η λύση μονόδρομος για την ελληνική οικονομία. Η αγορά εργασίας πρέπει να προσαρμοσθεί στη ζήτηση. Οι Κυβερνήσεις να καθυποτάξουν την υπερβολή…κάθε Πόλη και Πανεπιστήμιο ή πανεπιστημιακή Σχολή, που, στην πράξη σημαίνει διασπορά του διαθεσίμου εκπαιδευτικού δυναμικού που έχει και μπορεί να δώσει πραγματικές γνώσεις, αξίες. Το Εκπαιδευτικό Σύστημα, καρποφορεί μόνο όταν έχει μακροχρόνιους στόχους, οι παρεμβάσεις είναι διαρθρωτικές και όχι ανατρεπτικές, να είναι καινοτόμες όταν χρειάζονται ή κάθε χρόνο, σε κάθε αλλαγή Κυβέρνησης, πολιτικής ηγεσίας, οι οποίες διαχειρίζονται τα θέματα του αριθμού που μπορεί να δέχεται και πρέπει στην απαιτούμενη ποσότητα εξειδίκευσης να δώσει στην αγορά( ζήτηση).
Η χώρα μας ασκεί τη λαθεμένη εκπαιδευτική πολιτική στην Παιδεία και, όπως την ασκεί, βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, παράγει ανεπιθύμητες, για την οικονομία, ποσότητες αδιάθετων αριθμών εκροών. Είναι άμεση η ανάγκη τομών, αλλαγής, εις ότι αφορά την ποσότητα και την ποιότητα επαγγελματικής εξειδίκευσης των εκροών του συστήματος.
Χρειάζονται καίριες τομές στους στόχους και τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, στον ευρύτερο χώρο της αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ελληνική οικονομία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει την δυναμική των βιομηχανικών χωρών, αυτές έχουν την υποδομή έρευνας, την ικανότητα δημιουργίας νέων προϊόντων, το «know how», να συνεργάζονται και να αυξάνουν τους ρυθμούς της παραγωγής, να αξιοποιούν τις διαθέσιμες πήγες πλούτου, να έχουν την ποιότητα υπηρεσιών που η οικονομία χρειάζεται, να προσφέρουν και, ως συνακόλουθο, να διευρύνουν τις ικανότητες τους, που θα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, για νέες θέσεις απασχόλησης, νέες πήγες εισοδημάτων.
Η Ελλάδα διαθέτει πηγές αξιοποίησης για την αύξηση της ζήτησης, της αποτελεσματικότητας. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι είναι οι τομείς της πολιτιστικής της ιστορίας, του φυσικού κάλλους, των θαλάσσιων μεταφορών, η γεωγραφική της θέση, ο πάρα πολύ μεγάλος αριθμός νησιών, οι παραθαλάσσιες ακτές. Έχει καταπληκτικής ομορφιάς περιβάλλον η ενδοχώρα. Για να αποδώσουν όμως αυτές και άλλες πήγες πλούτου, χρειάζονται την τεχνική εξειδίκευση, για αυτές ακριβώς τις ανάγκες που οι τομείς αυτοί: ζητούν και χρειάζονται. Το σημερινό μας Εκπαιδευτικό Σύστημα δεν δίνει αυτά τα «προϊόντα» στην ποιότητα που η αγορά εργασίας τα θέλει. Ο προσανατολισμός της Παιδείας σήμερα είναι η παραγωγή κυρίως κλασσικής παιδείας. Οι εκροές της υπάρχουσας υποδομής πρέπει να περιοριστούν στη ζήτηση της αγοράς. Είναι απαραίτητο οι εκροές να περιοριστούν στο μέγεθος της εξειδίκευσης ου η αγορά εργασίας έχει ανάγκες.
Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να έχει τόσο μεγάλη διασπορά των σημείων σπουδών, αφού αυξάνεται το κόστος και παράλληλα μειώνεται η ποιότητα σπουδών. Πρέπει οι εκάστοτε Κυβερνήσεις να δεχτούν ότι το διαθέσιμο ανώτατο εκπαιδευτικό δυναμικό δεν είναι απεριόριστο ώστε να απασχολείται εκτός Εκπαιδευτικού Συστήματος. Εν συντομία, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη ειδικευμένου δυναμικού που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που η αγορά διάθεσής τους είναι εφικτή. Πέρα από κάθε φιλόδοξες πρακτικές, είναι η λαθεμένη επιλογή και το κόστος παραγωγής πολύ μεγάλο, δεν μπορεί να αποσβεστεί. Κατά συνέπεια οι επιλογές τις οποίες έχει η χώρα είναι αυτές που μπορεί να απορροφήσει η οικονομία, τόσο στα στενά όρια της Ελλάδος όσο και το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου οι ανταγωνιστικές πιέσεις είναι ισχυρές.
Οι τομές που είναι απαραίτητο να γίνουν είναι:
1.- Δημιουργία υποδομής για τη λειτουργία Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης και, παράλληλα, μείωση του γνωστικού πεδίου της Κλασικής Μέσης Εκπαίδευσης. Οι μαθητές των Μέσων Τεχνικών Σχολείων, θα επιδοτούνται καθ’ όλη την διάρκεια σπουδών. Το πλαίσιο γνώσεων τους θα είναι α/θεωρητική εις ότι αφορά τι γνώσεις κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας του ευρύτερου περιβάλλοντος, της ιστορίας, τη ελληνικής γλώσσας και β/ πρακτική στο χώρο/περιβάλλον εργασίας, εξειδίκευσης. Η πρακτική εκπαίδευση θα γίνεται στο χώρο δουλειάς. Οι φορείς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και προέρχονται από το χώρο της αγοράς/οικονομία, θα παρέχουν τις ευχέρειες πρακτικής εξειδίκευσης – λ/χ, πάνω στον τόρνο, την αγροτική παραγωγή κ. λπ. – θα έχουν ισχυρό κίνητρο εις ότι αφορά την επιδότηση, τη φορολογία εισοδήματος αναλόγως του αριθμού ασκουμένων πάνω στα εργαλεία δουλειάς.
Οι χώροι δουλειάς εξειδίκευσης/απόκτηση ειδικότητας, δε θα χρηματοδοτούνται ευθέως αλλά εμμέσως, βάση των προβλέψεων του φορολογικού συστήματος και των ασφαλιστικών εισφορών. Η επεξεργασία των στοιχείων εφαρμογής θα ορισθεί από τα αρμόδια Υπουργείου και τους φορείς της αγοράς από κοινού, των θεσμοθετημένων φορέων εργοδοσίας της ΓΣΕΕ, θα έχει Γραμματεία η οποία θα συσταθεί ειδικά και μόνο για το σύστημα ειδίκευσης πάνω στη δουλειά, τις εφαρμογές.
Τα στελέχη τα οποία θα επανδρώσουν τον φορέα τεχνικών εξειδίκευσης, θα έχουν τίτλους προηγούμενης εμπειρίας στα συγκεκριμένα πεδία διδασκαλίας μέσα στην αγορά εργασίας άλλος τίτλος επιλογής δεν θα έχει καμία ισχύ, δεν θα γίνει ότι ίσχυσε και εξακολουθεί να ζει με τα σχολεία των ΤΕΙ.
2.- Επανεξέταση, αναθεώρηση της πολιτικής λειτουργίας των Σχολείων Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Η βαθμίδα αυτή θα έχει αμιγώς επαγγελματική κατάρτιση, παράλληλα με τη θεωρητική, κοινωνική και οικονομική παιδεία.
Οι απόφοιτοι θα έχουν πλήρη κατάρτιση επαγγελματία, άλλως δεν είναι απόφοιτοι. Η βαθμίδα αυτή δεν θα οδηγεί τους αποφοίτους στα ΑΕΙ/ανωτάτη παιδεία αντίθετα θα μπορεί να δώσει τη δυνατότητα παρακολούθησης περισσότερους τομείς ειδικοτήτων, περαιτέρω μαθημάτων γνώσης της σύγχρονης τεχνολογίας, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, με καλή επιδότηση των νέων σπουδών, με τη δέσμευση: μετά την ολοκλήρωση του κύκλου σπουδών έρχεται, στον τόπο του, για δουλειά. Η φοίτηση θα είναι τριετής, εις ότι αφορά την κοινωνική και πολιτιστική εκπαίδευση, τετραετής στους χώρους δουλειάς πρακτικής άσκησης, σύμφωνα με τα κρατούνται του εκπαιδευτικού μας σύστημα ακαδημαϊκού έτους. Οι τίτλοι σπουδών των αποφοίτων θα οδηγούν σε θέσεις εμπειρίας /manager/, επόπτη συνεργείων εργαστηρίων και Tutor επαγγελματικής κατάρτισης. Καθ’ όλη την περίοδο σπουδών της ανωτέρας βαθμίδας τεχνικής κατάρτισης, οι μαθητές/σπυδαστές θα έχουν πλήρη κάλυψη στους χώρους δουλειάς, από την εργοδοσία, η οποία θα έχει απαλλαγή του φόρου ίσης δαπάνης μ το κόστος για την πρακτική μαθητεία των μαθητών, και επιπλέον κίνητρα χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, κυρίως των τραπεζών των οποίων το μετοχικό τους κεφάλαιο ελέγχεται από το δημόσιο [ΤΧΣ] ή φορείς του ελληνικού δημοσίου, τις ρυθμίσεις αναπτυξιακών νόμων και αποφάσεων.
Οι αναπτυξιακοί νόμοι και οι αποφάσεις των Κυβερνήσεων για τους τομείς απασχόλησης θα έχουν εστραμμένη την προσοχή τους την πρόοδο , πορεία των μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης και των σπουδαστών ανωτέρων εκπαιδευτικών σχολείων. Και στις δύο βαθμίδες της τεχνικής παιδείας θα προβλέπονται θέσεις διδακτικού προσωπικού, που μόνη δουλειά τους θα είναι η συμβούλου επαγγελματικής εκπαίδευσης, με πτυχίο μεταπτυχιακό, τουλάχιστον, Master degree, θα γνωρίζουν άπταιστα τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα από της ομιλούμενες ευρέως, σε προφορικό και γραπτό λόγο.
3 .- Στο σύνολο του Εκπαιδευτικού Συστήματος της χώρας, σταδιακά θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των εκροών, του πέραν του αριθμού της ζήτησης της αγοράς. Η μελέτη της ζήτησης της αγοράς, στα πλαίσια των δυνατοτήτων της χώρας και με προοπτικές του εγχώριου δυναμικού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα γίνεται από ανεξάρτητα γραφεία μελετών – ενδεχομένως διεθνούς επιπέδου κατάρτισης – με ιστορικό τουλάχιστον δεκαετούς απασχόλησης, ως μελετητών ανάλογων ερευνών. Προφανώς η επιλογή δε θα γίνεται με βάση την προσφορά του κόστους μελέτης, αλλά την ικανότητα παραγωγής αξιόπιστων συμπερασμάτων. Οι προβλέψεις θα είναι πενταετούς προοπτικής, αλλά με κλαδικές ετήσιες μελέτες, διορθωτικές των εν εξελίξει προγραμμάτων. Την ευθύνη παρακολούθησης της λειτουργίας των σχολείων τεχνικής κατάρτισης θα την έχουν τα αρμόδια υπουργεία όπως Οικονομίας, Εθνικής Παιδείας οι θεσμοθετημένοι φορείς της εργοδοσίας υπό θα έχουν συγκρίσιμη γνώση με αυτήν των μελετητών έρευνας ποιότητας, δεικτών, στόχων. Η μορφή εφαρμογών θα έχε την μορφή επιτροπής η οποία δεν ελέγχεται από προϊσταμένους ανωτέρας βαθμίδας, ισχύει στις κάτω χώρες της Ευρώπης. Εξυπακούεται θα γίνονται αριθμητικές μετατάξεις σπουδαστών ανά αντικείμενο εξειδίκευσης.
4 .- Επανεξέταση του καθεστώτος των ΤΕΙ, η μείωση των διάσπαρτων Πανεπιστημίων, η γνώση δεν μπορεί να συνδεθεί με την ενίσχυση της οικονομίας των τοπικών κοινωνιών, την μίσθωση διαμερισμάτων, δωματίων.
* Ο κ. Ευάγγελος Ι. Λαζαρίδης είναι υφηγητής Πολιτικής Οικονομίας