Είναι ακόμη πρόσφατη η εμπειρία των εποχών όπου πολλά και πολλοί, πάρα πολλά και πάρα πολλοί, άλλοι πολιτικά, άλλοι και προσωπικά, αντιμετώπισαν φθηνή πολεμική, χλεύη, τεχνηέντως διοχετευμένη οργή από φορείς βεβαιοτήτων που κατέρρευσαν βίαια στις 12 και στις 17 Ιουλίου –με τη γνωστή συμφωνία και την επώδυνη για τον ΣΥΡΙΖΑ αποδοχή της από τη Βουλή. Είναι αλήθεια ότι ο πυκνός φανατισμός που αντιμετωπίσαμε (ίσως όχι από όλες τις πλευρές, αλλά από πολλές) όσοι αγωνιστήκαμε για το «Ναι» στο δημοψήφισμα είναι και αυτός πρόσφατος και η αγωνία μας για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας το βράδυ της συντριπτικής ήττας του δεν έχει ακόμη εντελώς ξεπεραστεί. Είναι εφιαλτικές οι χθεσινές ακόμη εικόνες των στιγμών που η διαπραγμάτευση του μέλλοντος της χώρας, μέχρι να την αναλάβουν προσωπικά ο Τσίπρας και ο Τσακαλώτος, βρέθηκε να παραπαίει στα χέρια ενός μεγαλομανούς τσαρλατάνου περί τα πολιτικά και η κοινοβουλευτική της διαχείριση στα χέρια μιας παταγώδους ψυχαναγκαστικής, μεγαλομανούς και αυτής, όπως και το «γιατί;» που τις συνοδεύει.
Οσο νωπά και προφανή και αν είναι αυτά, και αρκετά παρόμοια, δεν πρέπει να σκοτίζουν την κρίση για το ποιο είναι το δευτερεύον και ποιο το κύριο. Η αποτίμηση του παρελθόντος, όσο πρόσφατου και τραυματικού, δεν είναι το κύριο. Το κύριο είναι η συμφωνία και το ουσιώδες είναι που έγινε. Κρίσιμο λοιπόν θέμα για τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου είναι η πολιτική και κοινωνική παγίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης που εκφράστηκε με την αποδοχή της συμφωνίας και όχι η απόδοση ιστορικών ευσήμων ή ευθυνών. Για αυτές θα έρθει ο χρόνος –η λήθη είναι κάκιστος δάσκαλος –δεν είναι όμως τώρα η στιγμή.
Καθοριστικό στοιχείο για την εδραίωση της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης της χώρας είναι η εκλογική αναγνώριση της αξίας της τομής που έκαναν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας –επαναλαμβάνω: της τομής που έκαναν, όχι και του δρόμου που έφθασαν σε αυτήν. Πρόκειται για μια σοβαρότατη συμβολή στην εδραίωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από μια δραματική στροφή βοηθά αποφασιστικά στο να τεθεί τέλος στην εικόνα της ευρωπαϊκής αμφισβήτησης που έτεινε, σχεδόν πλειοψηφικά, να επικρατήσει μέσα σε οργή, ενθουσιασμούς και βεβαιότητες πριν από τις εκλογές και πριν από τη συμφωνία. Σήμερα οι βουλευτές και υποψήφιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εξηγούν, πρόσωπο με πρόσωπο, στο εκλογικό τους κοινό και στις κοινωνικές του αναφορές την αξία της τομής στην οποία προχώρησαν, και αυτό έχει πολύ βαθύτερη σημασία από έναν τυχαίο εκλογικό λόγο. Τυχόν εκλογική αποδοκιμασία της πολιτικής τομής του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα μιας παλαιότερης ρητορείας και πρακτικής του, την οποία ο ίδιος δύσκολα αλλά αποφασιστικά απολακτίζει καθημερινά, θα υπονομεύσει καθοριστικά και την ευρωπαϊκή προοπτική και την προοπτική συνεργασιών. Θα την υπονομεύσει περισσότερο από την μάλλον άσκεπτη καταγγελία ότι οι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ είναι απατεώνες και την αμέσως μετά σε δραματικούς, ενίοτε και θεατρικούς τόνους («Αλέξη, θα ‘ρθω στην Κουμουνδούρου να τα πούμε, έχεις καιρό;») πρόσκλησή του να μετάσχει στην μετεκλογική κυβέρνηση. Η παρθένα με τον Σατανά; Ποιος χρειάζεται στην αυριανή κυβέρνηση πολιτικούς απατεώνες και ψεύτες; Πόσο υπεύθυνος είναι αυτός που τους προσκαλεί;
Τις πολιτικές συνεργασίες –απόλυτα αναγκαίες για την επιτυχία της ευρωπαϊκής μας προοπτικής –τις επιβάλλει γενικώς το καλό του λαού και του τόπου, έμπρακτα όμως μπορεί να τις επιβάλει μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα –όπως και να τις υπονομεύσει.
Για την Κεντροαριστερά –μια σοβαρότατη συνιστώσα με καθοριστική συμβολή στη διατήρηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας –δείχνει να είναι άλλη η κύρια προτεραιότητά της: η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα, η πολιτική και εκλογική αποδοκιμασία της εύθραυστης ακόμη ως προς αρκετά στελέχη του αναγνώριση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας ως δήθεν τυχοδιωκτισμού, ίσως και θεσιθηρίας.
Είναι λάθος προτεραιότητα γιατί παραγνωρίζει την πολύ μεγάλη δυναμική της βίαιης προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτικών και κοινωνικών του αναφορών στον ευρωπαϊκό δρόμο. Είναι λάθος μάχη γιατί γίνεται με όρους παρελθόντος: χτυπά (βολικά) τον ΣΥΡΙΖΑ τού χθες ως εάν η συμφωνία να έγινε χωρίς, τελικά, η απόφαση του Τσίπρα που την έκανε κοινοβουλευτικά εφικτή και το βαρύ κόστος που πλήρωσε να έχει ήδη θεμελιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ τού αύριο. Ως εάν η συμφωνία να έγινε όχι για να αποφύγει η Ελλάδα μια ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή με ανυπολόγιστες πολιτικά, οικονομικά και εθνικά συνέπειες, αλλά για να αξιοποιηθούν εκλογικά οι αντιφάσεις τής κατά καιρούς πολιτικής και –επιεικώς –αμετροέπειας του ΣΥΡΙΖΑ.
Πέραν τούτου, η Κεντροαριστερά, διαμοιρασμένη ανάμεσα στο Ποτάμι και στο ΠαΣοΚ, απέτυχε να συγκροτηθεί σε αξιόπιστη πολιτική δύναμη. Και η Δεξιά του κ. Σαμαρά των Ζαππείων, εξασκημένη μάλιστα και αυτή στην εύκολα παρασιωπούμενη αντιμνημονιακή ρητορεία, πλήρωσε και αυτή το κόστος της προσαρμογής της και της υλοποίησης μνημονιακών πολιτικών, αλλά ο βασικός της κορμός παρέμεινε συγκροτημένος και είναι πάντοτε μια μεγάλη πολιτική δύναμη. Οχι όμως η Κεντροαριστερά. Κομματιασμένη έδωσε τις εξετάσεις της και βρέθηκε λειψή. Στις γραμμές του στοιχίζονται πολλοί από τους καλύτερους που διαθέτει η χώρα μας στα αντικείμενά τους, ως πολιτικός χώρος όμως απέτυχε να γίνει πολιτική δύναμη. Με το πρώτο παλαιοκομματικό (και ολίγον φτηνιάρικο) εκλογικό κόλπο του ΠαΣοΚ εν όψει των περασμένων ευρωεκλογών διασπάστηκε σε 58 κομμάτια, δύο κόμματα και πολλές προσωπικές απογοητεύσεις. Δεν κατάφεραν να συντονιστούν μεταξύ τους άνθρωποι με τις ίδιες, γενικά, πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές –το nec plus ultra του σοσιαλδημοκρατικού ευρωπαϊσμού –θα μπορέσουν να συντονίσουν το κράτος; Και όχι μόνο: σε ποια κατεύθυνση θα συμβάλουν κυβερνητικά, αν κληθούν να το πράξουν; Η απάντηση «το πρώτο κόμμα, όποιο και να ‘ναι» δεν είναι απάντηση, είναι φυγή.
Η υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι ένα δύσκολο ρίσκο που πρέπει όμως να αναληφθεί από τις δυνάμεις που επικαλούνται αριστερές, ριζοσπαστικές, σοσιαλιστικές αναγωγές. Δεν προσφέρει βεβαιότητες. Προσφέρει όμως, μέσα στον δεδομένο και διαφαινόμενο συσχετισμό πολιτικών, εκλογικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων, πολύ συγκεκριμένες θετικές προοπτικές.
Ο κ. Γιάννης Ζ. Δρόσος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ