Δεν είναι ορατό ακόμη το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ωστόσο τα δεδομένα των εκλογών του περασμένου Ιανουαρίου έχουν αλλάξει, οι πολίτες είναι επιφυλακτικοί και αρκετοί αδιάφοροι.
Δεν προσδοκούν πολλά από τις κάλπες, η στάση τους είναι περισσότερο αμυντική, παρά ορίζεται από προσδοκίες και ελπίδες για το μέλλον.
Μετά όσα μεσολάβησαν τους προηγούμενους επτά μήνες νέες συνειδητοποιήσεις διάμορφώθηκαν και νέες αντιλήψεις τείνουν να επικρατήσουν.
Οι προηγούμενες κλονίσθηκαν από τα πολλά κύματα ανασφάλειας που κυριάρχησαν.
Ο ελληνικός λαός τα είδε όλα στους μήνες που διέρρευσαν.
Έζησε νίκες μεγάλες και μαζί απογοητεύσεις μοναδικές. Πέρασε από το όνειρο στην καταχνιά και από την ελπίδα στο σκοτάδι της απόλυτης καταστροφής.
Και τώρα αναζητεί ασφάλειες και άγκυρες να πιαστεί, θέλει να τελειώσει η περιπέτεια,να σβήσει όλη αυτή η τραυματική εμπειρία του άγνωστου και του ασύνταχτου.
Σε αυτό το κλίμα οι πρώτες δημοσκοπήσεις, μετά τις επεισοδιακές διακοπές του Αυγούστου, εμφανίζουν τις διαφορές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας εκμηδενισμένες.
Το άλλοτε ισχυρό προβάδισμα του κ.Τσίπρα τείνει να εξανεμισθεί.
Ο αυθόρμητος και λαϊκός Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο απόλυτος εκπρόσωπος του παλαιού, το οποίο αντιστρατεύεται ο παραιτηθείς πρωθυπουργός, επιδεικνύει, προς γενική έκπληξη, μεγάλες δυνατότητες ενοποίησης της συντηρητικής παράταξης και έφθασε να διεκδικεί επί ίσοις όροις την πρωτιά.
Φαίνεται ότι το σοκ της διάσπασης ήταν μεγάλο για το κόμμα της νέας Αριστεράς. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ήταν εκείνο της ατελέσφορης και σχεδόν προβληματικής διακυβέρνησης που προηγήθηκε.
Το μέχρι χθες κυβερνών κόμμα, λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, συσπειρώνει μόλις το 50% των ψηφοφόρων του Ιανουαρίου.
Κατά τα φαινόμενα, οι πολίτες αποτιμούν εντόνως αρνητικά την προηγηθείσα επτάμηνη διακυβέρνηση, δεν θέλουν να θυμούνται το κλίμα οικονομικής ανασφάλειας που επικράτησε μετά το δημοψήφισμα και δείχνουν τάσεις επιστροφής στο σπίτι, κινούνται προς τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις ή προς εκείνες που δύνανται να εγγυηθούν την κανονικότητα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Οι δημοσκόποι καταγράφουν την κίνηση της κοινής γνώμης, πιάνουν τις τάσεις διαφοροποίησης του εκλογικού σώματος, αλλά δεν είναι σε θέση ακόμη να τοποθετηθούν ευθέως, παραμένουν επιφυλακτικοί.
Δεν μπορούν να πιστέψουν την εμφανιζόμενη κίνηση του πολιτικού εκκρεμούς, θεωρούν ότι ο κ.Τσίπρας έχει ακόμη δυνατότητες να αλλάξει το παιγνίδι, υποθέτουν ότι οι δεξαμενές του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη γεμάτες και ταυτόχρονα δεν πιστεύουν ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης μπορεί να οδηγήσει τη συντηρητική παράταξη στη νίκη.
Αναγνωρίζουν τη δύναμη της λαϊκότητας και του αυθορμητισμού του, αλλά εκτιμούν ότι είναι επιρρεπής στο λάθος και πιθανολογούν ότι θα διαπράξει πολλά στην πορεία προς τις κάλπες.
Από την άλλη, δεν πιστεύουν την ταχύτητα φθοράς του κ.Τσίπρα που μετρούν, ούτε αποτιμούν τις απώλειες που η αμφισημία απέναντι στη συμφωνία και η ταλάντευσή του ως προς την εφαρμογή της προκαλούν.
Ο κ.Τσίπρας φέρεται με ενοχικό τρόπο απέναντι στους συντρόφους του που τον εγκατέλειψαν και δεν εγγυάται με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τη παραμονή στον ευρωπαϊκό δρόμο.
Απευθύνεται σε νέο κύκλο ψηφοφόρων με το βλέμμα στραμμένο σε εκείνους που τον εγκαταλείπουν.
Η ταλάντευσή του είναι εμφανής δια γυμνού οφθαλμού. Ο λαός τη βλέπει, την αντιλαμβάνεται και δικαίως δυσπιστεί.
Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι αν δυσπιστεί σε τέτοιο βαθμό που να προτιμά τον Βαγγέλη Μειμαράκη;
Όπως και να έχει τα στοιχεία της εκλογικής αναμέτρησης είναι εντελώς διαφορετικά από εκείνα που επικράτησαν τον περασμένο Ιανουάριο.
Αν ο κ.Τσίπρας δεν εγγυηθεί με σθένος την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την κανονικότητα της ζωής των πολιτών θα χάσει.