Η χθεσινή εκτίμηση της κυβέρνησης ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κινείται σε κατεύθυνση υπονόμευσης της υπό επίτευξη συμφωνίας της Ελλάδας με τους δανειστές της είναι ταυτοχρόνως και σωστή και λανθασμένη όσο κι αν αυτό δεν μοιάζει εύκολο να συμβαίνει. Το ίδιο ακριβώς όμως μπορεί να ειπωθεί και για τη στάση της καγκελαρίου Μέρκελ, την οποία απλουστευτικά και εν πολλοίς ανόητα πολλοί στην Αθήνα επιμένουν να παρουσιάζουν σε ρόλο διακριτό από εκείνον του υπουργού της.
Η εκτίμηση είναι σωστή, υπό την έννοια ότι οι Γερμανοί ασφαλώς και θέλουν πάντα περισσότερα. Ασφαλώς και ουδέποτε τους αρκεί μια συμφωνία που δεν είναι 1000% προιόν της βούλησής τους.
Η εκτίμηση όμως είναι λανθασμένη – και αυτό εν προκειμένω είναι θεμελιώδες – αν θεωρήσει κάποιος ότι βρίσκεται «απέναντι» στη γερμανική πολιτική, κάτι το οποίο σίγουρα δεν συμβαίνει – κάθε άλλο μάλιστα: η συμφωνία φέρει τη βαθιά σφραγίδα του Βερολίνου, που γκρινιάζει στη «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στο γεγονός ότι μεταξύ των δανειστών υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι έχουν λόγο στα πράγματα και στο γεγονός ότι αυτή η γκρίνια είναι κομμάτι της πολιτικής του: γιατί να μην δείχνει (και) ότι είναι «απέναντι» όταν, στην πραγματικότητα, έχει επιβάλλει τα πάντα;
Το χειρότερο όμως είναι ότι στην υποκρισία του Βερολίνου η κυβέρνηση ήδη αντιτάσσει ουσιαστικά ως αντίβαρο μία άλλη, δική της υποκρισία: δεν απέφυγε τελικά τον πειρασμό να μιλάει για «ανάπτυξη», έστω κι αν ο υπουργός Σταθάκης την τοποθέτησε χρονικά στο 2017, όπως δεν απέφυγε τον πειρασμό να μιλά για δήθεν «ήπια προσαρμογή».
Ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο – και στη κυβέρνηση δεν είναι πια τόσο αφελείς όσο ήταν όταν πίστευαν ότι με μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους από την Ελλάδα θα άλλαζαν δήθεν την πορεία της εγκαθίδρυσης της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη.
Οι Γερμανοί (που όπως δείχνει ακόμα μια – δική τους – μελέτη έχουν κερδίσει πάνω από 100 δις ευρώ από τον τρόπο που χειρίστηκαν την ελληνική κρίση χρέους), έχουν τα πρωτεία στην υποκρισία της ευρωπαικής πολιτικής.
Ας μην έχει η κυβέρνηση την εντελώς αφελή εντύπωση ότι θα τους ξεπεράσει. Κι ας αφήσει αυτούς τους όψιμους πανηγυρισμούς, που, δυστυχώς, την κάνουν να ακούγεται τρομακτικά ακριβώς όπως ακουγόταν η προηγούμενη…