Οποιος έχει μελετήσει την ιστορία των ελληνικών πτωχεύσεων, ιδίως εκείνης του 1932 πλήθος πλευρές της οποίας μοιάζουν πολύ με όσα ζούμε από το 2010 και έπειτα, μπορεί περίπου με βεβαιότητα να πει ότι η επικείμενη συμφωνία με τους δανειστές δεν πρόκειται να αποτελέσει το τελευταίο κεφάλαιο στην πολύπαθη αυτή υπόθεση της ακόμα πιο πολύπαθης χώρας.
Το ίδιο μπορεί να μαρτυρήσει και όποιος έχει απλώς παρακολουθήσει στενά και βλέπει ψύχραιμα τα γεγονότα από το 2010 και έπειτα: πόσες φορές φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, πόσες φορές ανατράπηκε το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, πόσο βαθιά έφτασε η ύφεση, πόσο τα «συμφωνηθέντα» δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπηρετούν την πολιτική του Βερολίνου και, ακολούθως, πόσο τμήμα του ΑΕΠ χάθηκε: όλα αυτά αποτελούν διαστάσεις μιας κρίσης που δεν λέει να τελειώσει. Και δεν θα τελειώσει με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας.
Ο λόγος είναι απλός και προφανής στον καθένα: η υπό εξέλιξη συμφωνία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας απόλυτος εκβιασμός ο οποίος στερείται κάθε ρεαλιστικής δυνατότητας επιβίωσης. Μαζί της, ρεαλισμός δεν υπάρχει ούτε στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει καταστεί πια είδος προς εξαφάνιση.
Η συμφωνία θα γίνει. Και, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα περάσει από τη Βουλή. Ισως δε σύντομα να λάβει και τη μορφή του διλήμματος με την οποία ο πρώην πρωθυπουργός πήγε στις εκλογές του 2012. Και ουδείς αμφιβάλλει ότι, αν γίνουν, ο Αλέξης Τσίπρας θα κερδίσει και αυτές τις εκλογές με το όποιο δίλημμα εκείνος θέσει.
Όμως το ζήτημα δεν είναι εκεί. Δεν είναι στο ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Δυστυχώς, κατά βάθος, δεν είναι ούτε καν στην έννοια της «σωτηρίας» η οποία βρίσκεται πίσω από όλα αυτά, αλλά που ποτέ τελικά δεν έρχεται.
Το αληθινό ζήτημα είναι στο πώς η χώρα αυτή θα ξαναπάρει μπρος.
Και αυτό, πολύ απλά, με αυτή τη συμφωνία η οποία θυμίζει για μία ακόμα φορά αποικιακού τύπου επιβολή και την οποία μάλιστα το Βερολίνο ήδη πολλαπλώς ακόμα περισσότερο υπονομεύει, δεν πρόκειται, δυστυχώς, να συμβεί.