Σε λίγο θα επιστρέψουν και οι τελευταίοι παραθεριστές. Θα πρέπει να βρίσκονται στις θέσεις τους. Το «μηχάνημα» στην Αθήνα θέλει σάρκα. Θα πρέπει να του την πετάξουν.
«Κάνει ψύχρα, χάλασε ο καιρός αυγουστιάτικα» λέει κάποιος αφηρημένα, όπως εκείνο το «έρχεται εξ Ομονοίας» στο ποίημα του Σεφέρη για την Ελλάδα που πληγώνει.
Λόγια κι άλλα λόγια σε ένα βιβλίο που δεν έγραψαν γιατί στην προκυμαία προτίμησαν να κοιτούν άσκοπα πέρα, τα νησιά. Δεξιά, τη Σύρο. Στο βάθος αριστερά, τη Μύκονο.
Θα επιστρέψουν με κλιματιζόμενο φέρι μπόουτ. Η σφήκα όμως συνεχίζει να τους ψάχνει κι ας είναι το παράθυρο του ενοικιαζόμενου κλειστό. Και το κόκκινο εξανίσταται. Δεν το παρατηρούν πλέον οι ενοικιαστές. Μόνο του κάνει το γεράνι να υπερηφανεύεται που άντεξε τόσους ανθρώπους.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσκύνησε αλλά παρέμεινε ελάχιστα. Είχε προηγηθεί κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής καλού-κακού. Μόνο τον καιρό δεν πρόβλεψαν οι αρμόδιοι. Το συννεφόκαμα θα έφερνε βροχή κατά τη λιτανεία. Ισως πάλι κι όχι. Γι’ αυτόν τον λόγο μη λες μεγάλη κουβέντα.
Τώρα φεύγουν και τα πολεμικά. Το δάφνινο στεφάνι που έριξαν το πρωί επιπλέει ακόμα δίπλα στη σημαδούρα με το βυθισμένο «Ελλη».
Το μεγάλο σύννεφο ακίνητο πίσω από τη Μεγαλόχαρη, σαν τον ιπτάμενο μάγο με τα σουραύλια σ’ εκείνον τον πίνακα του Σαγκάλ. Κάτι θα ξέρει η Μετεωρολογική για το χαμηλό. Κι αυτό, γιατί ο ατμός στις χάλκινες σφυρίχτρες από τις τσιμινιέρες των βαποριών αναμειγνύεται με το πούσι, όπως η δεκαετία του ’50 με τις ημέρες μας.
Τώρα γέρασες. Τίποτα δεν σου εξασφαλίζει το ανοίκειο του σθένους σου. Το αντιμετωπίζεις όμως. Ηττάσαι αλλά και πάλι εξ οικείων. Πολλά βέλη δεν είναι θανατηφόρα. Ατρωτος; Οχι βέβαια, φοβισμένος. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι ότι επιζείς παρά την αλλοπρόσαλλη ταλάντευση του εντόμου στις γλάστρες με τα κόκκινα γεράνια.
Ο Αίαντας, συνομήλικος, κοιτάει κι αυτός πέρα. Γλείφει τις πληγές. Τις επουλώνει η τρέλα. Γι’ αυτό εκλιπαρώ να τελειώσει ανώδυνα. Υπάρχει τίποτα πιο ανεπαίσχυντο από το τέλος ενός ανθρώπου;
Φθονούν οι άνθρωποι όποιον κομπάζει όπως ο Αίαντας. Των Τρώων φόβητρο. Τώρα του εαυτού του. Πετάει στη θάλασσα ένα-ένα τα βότσαλα των ημερών του, αναγκασμένος από την επική παράδοση. Πέφτοντας κάνουν κύκλους στην επιφάνεια και ο ήρωας παρακολουθεί αφηρημένα τις αλλεπάλληλες περιφέρειες στα νερά. Ανεργος καπνίζει τα προσανάμματα στη φρυκτωρία που υποδαυλίζει η Αθηνά όρθια πίσω από την πλάτη του. Ποιον ειδοποιεί απέναντι ως τα παράλια της Μικράς Ασίας;
Εχουμε δει τη θεά να υπερίπταται αγκαλιά με τον μάγο πάνω από τη στέγη της εκκλησίας. Τον Αίαντα στον μόλο έχουμε δει. Αν άκουγε δελτίο καιρού, δεν το γνωρίζουμε. Χαιρετά από τη θέση του τους επιβάτες στο κατάστρωμα του «Αγγέλικα» καθώς περνά σε απόσταση αναπνοής με την Ελλη Λαμπέτη. Το πλοίο όμως κινείται ή ο μόλος;
Ενα κορίτσι στάθηκε δίπλα στον ήρωά μας και τον χάζευε. Το κατάλαβε; Διότι είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας αν θα έπρεπε να την εκλάβει σαν την Παναγία, παιδίσκη, προσερχόμενη στον ναό.
Ο Αίαντας δόλωσε και έριξε ξανά, γιατί αυτός είναι ο προσωπικός μας θάνατος: να μην αντιλαμβανόμαστε τα Θεοφάνια πίσω από την πλάτη μας, ίσως γιατί μόνον όποιος θέλει επικοινωνεί με το άπειρο.
Ο Αίας ναυαγεί ακίνητος στο μπετόν. Βουλιάζει μπροστά στα μάτια των παραθεριστών που δεν μπορούν να βοηθήσουν. Η λύπη της ζωής του ξοδεύτηκε στην ερασιτεχνική αλιεία. Και νυν φρόνιμος νέον άλγος έχει, γράφει γι’ αυτόν ο Σοφοκλής.
Αίαντα, τίποτα δεν εξασφαλίζει την αξιοπρεπή πενία σου. Κι όπως δεν υπάρχουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις, δολώνεις και επανέρχεσαι μετά θάνατον στην τραγωδία μου. Είμαστε δυο φιγούρες στον ίδιο αμφορέα.
Εμείς κι ένα αρχαίο σκυλί. Ο αγγειογράφος τουλάχιστον μπόρεσε να απαλείψει την προοπτική.
Λόγια λοιπόν στο βιβλίο που δεν γράψαμε. Λόγια, όπως:
–Θέλω να δω τον Τεύκρο. Πού είναι ο Τεύκρος… Εγώ δ’ απόλλυμαι.
–Κι εγώ. Σε βεβαιώ πως χάνομαι κι εγώ. Κι ας γελάνε για τα κακά που πάθαμε. Ισως, αν ζωντανούς δεν μας ήθελαν, να μας κλάψουν κάποτε πεθαμένους.

Και μόνον αυτό το πράγμα που είμαι, θα με κάνει να ζήσω.
Δεκαπενταύγουστος 1945-2015
Τήνος – Μύκονος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ