Οσο και να θέλουμε να το ξεχνάμε η Ελλάδα ανήκει πάντοτε στη Δύση ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνος αδιάλειπτα μέχρι σήμερα: Και υπάρχουν δύο τρόποι για να διατηρηθεί ενεργή αυτή η γεωπολιτική της υπόσταση: είτε με τη θέλησή της, είτε… χωρίς αυτή. Όταν όμως επικρατεί το «χωρίς» η θέση της χώρας στη Δύση τίθεται σε κίνδυνο και έρχονται πάντα τραγωδίες: το 1922, το 1946-49, το 1967-74 αποτελούν τα αδιάψευστα παραδείγματα τα οποία, δυστυχώς, ακόμα και τώρα δεν κατανοήσαμε.
Στις 20 Μαΐου, πριν από δύο μήνες, όταν δεν είχε καν ακουστεί η λέξη δημοψήφισμα, η παρούσα στήλη σε άρθρο με τίτλο «Ρωσική ρουλέτα» επιχειρούσε να εξηγήσει στην κυβέρνηση επί λέξη τα ακόλουθα:
«Η Ελλάδα θα πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί ότι η γεωπολιτική τοποθέτηση μιας χώρας είναι ζήτημα με πολύ ευρύτερο ορίζοντα από εκείνον της ζωής μιας κυβέρνησης και ότι δεν σηκώνει εξυπνάδες, ειδικά δε όταν αυτή η χώρα βρίσκεται στην κατάσταση της δικής μας σήμερα […] Ας σημειωθεί και ότι η Ελλάδα δεν είχε ούτε ιστορικά, ούτε σήμερα, το παραμικρό απτό, πραγματικό σημάδι ότι η Μόσχα έχει τη διάθεση να έρθει σε ρήξη με τους Αμερικανούς για την ίδια ακόμα και αν η Αθήνα αποφάσιζε να πράξει το αδιανόητο σφάλμα, να επιχειρήσει δηλαδή μια de facto κατάργηση της Συμφωνίας της Γιάλτας ή της όποιας νέας, τρέχουσας συνεννόησης κορυφής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου. Τελικά, όλα αυτά δεν συνιστούν τίποτα άλλο παρά ένα είδος ρωσικής ρουλέτας στο οποίο η Ελλάδα δεν πρέπει να επιδοθεί. Γιατί μία, δύο, τρεις, η θαλάμη (με έξι σφαίρες) θα αδειάσει…»
Αυτά, πριν από δύο μήνες. Δυστυχώς, οι κυβερνώντες δεν έδωσαν σημασία. Προχώρησαν στο πείραμά τους. Το κόστος υπήρξε τρομερό για την Ελλάδα. Τα όσα έκαναν στο τρίγωνο Αθήνα – Μόσχα – Δραχμή, όπως τα κατέγραψε στο Βήμα της Κυριακής ο Παύλος Παπαδόπουλος σε ένα κείμενο το οποίο θα καταστεί ιστορικής αναφοράς για τις ημέρες που ζούμε, δεν χρειάζεται να επαναληφθούν εδώ καθώς είναι ήδη πασίγνωστα και οδήγησαν και σε σχετική ερώτηση στη Βουλή – αν παρ’ όλα αυτά κάποιος δεν το έχει διαβάσει, πρέπει να το κάνει. Η ουσία πάντως είναι ότι επιχείρησαν δια της Μόσχας (και όχι μόνον) δάνειο με σκοπό την επιστροφή στη δραχμή ως βασικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.
Η αφροσύνη περίσσεψε: η Αθήνα δεν κατάλαβε ότι το μόνο που είχε να κάνει η Μόσχα ήταν αυτό που πάντοτε έκανε: να ανταλλάξει την υπόθεση της Ελλάδας με κάτι πιο πραγματοποιήσιμο και πιο ενδιαφέρον γι αυτήν – εν προκειμένω, όπως μοιάζει αρκετά πιθανό, με την Ανατολική Ουκρανία και τις εκεί επερχόμενες εξελίξεις. Όμως κι αν αυτό δεν ισχύει, πάλι το σχέδιο ήταν αδύνατο να δουλέψει: ακόμα κι αν δεν υπήρχε ανοιχτό στο τραπέζι Δύσης – Ρωσίας το ουκρανικό, κάθε άλλο παρά θα ήταν εφικτή μια ελληνική απόσχιση. Ετσι, η… συνεννόηση, όπως άλλωστε και η ίδια η γεωπολιτική υπόσταση της Ελλάδας, πήγε πολύ πιο πέρα από τα χρέη και τα μνημόνια και κάθε άλλο παρά αφορά μόνον το Βερολίνο που, καλώς ή κακώς, εκφράζει σήμερα κυρίαρχα την Ευρώπη ως τμήμα του δυτικού κόσμου.
Με άλλα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση προσέκρουσε στη Γιάλτα, όπως συνέβη κάθε φορά που επιχειρήθηκε κάτι αντίστοιχο, δηλαδή η μετατόπιση της χώρας από το γεωπολιτικό της χώρο σε έναν άλλο.
Κατόπιν όλων αυτών, είναι απορίας άξιο το πώς… τη βγάλαμε τόσο φτηνά, αλλά και το πώς οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βοηθούν την Ελλάδα – έχουν φυσικά ισχυρούς δικούς τους εξαιρετικά ισχυρούς λόγους – γι αυτό άλλωστε η Ουάσιγκτον κράτησε την Ελλάδα στο ευρώ, σε αντίθεση με τις επιθυμίες του Βερολίνου – ο Δραγασάκης ήξερε πολύ καλά σε ποιους και γιατί είπε δημόσια «ευχαριστώ»…
Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν πρέπει να δει κανείς και την καλή πλευρά: παρά τα όσα έγιναν, υπάρχουμε ακόμα. Κι ελπίζει κανείς ότι τώρα, τουλάχιστον, μετά από όλα αυτά, η χώρα επιτέλους κατάλαβε τα βασικά…