Και οι τρεις πλευρές, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, θεσμοί, έκαναν σοβαρά σφάλματα. Ξεκινώ από την πρώτη.
Η κυβέρνηση
Πέρα από τον ερασιτεχνισμό και την ανικανότητα των κυβερνώντων, ο Πρωθυπουργός έβαλε αρχικά τη συνοχή του βαθιά διχασμένου κόμματός του πάνω από την επίτευξη του κύριου στόχου που είναι η παραμονή μας στην ευρωζώνη. Αντίθετα, διέψευσε τον ευρέως διαδεδομένο μύθο πως ούτε ο ίδιος ούτε η πλειοψηφία των ευρωπαίων εταίρων μας στόχευαν εξαρχής στο Grexit. Δεν κατόρθωσε όμως να περιθωριοποιήσει την αριστερή πτέρυγα του κόμματος που συνεχώς έβαζε εμπόδια στην επίτευξη μιας συμφωνίας. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ όδευε συγχρόνως προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Αποτέλεσμα: συνεχή πισωγυρίσματα, γενικευμένη ασάφεια και συστηματική διγλωσσία (μια γλώσσα για το εσωτερικό και μια άλλη για το εξωτερικό). Αγνοώντας βέβαια πως οι εταίροι μας γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τι λεγόταν στο ελληνικό ακροατήριο.
Επιπλέον το δημοψήφισμα ήταν μια λανθασμένη επιλογή. Ηταν παραπλανητικό και αντιδημοκρατικό / «βοναπαρτικό». Εδωσε την ευκαιρία στους ευρωπαίους οπαδούς του Grexit να υποστηρίζουν, υποκριτικά βέβαια, πως η πλειοψηφία στη χώρα μας θέλει την έξοδο από το ευρώ.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω σφαλμάτων αργοπορήσαμε την τελική επίτευξη συμφωνίας, αργοπορία που είχε πολύ αρνητικά αποτελέσματα για μια οικονομία που αργ οπεθαίνει. Τελικά ο Πρωθυπουργός είχε το θάρρος να αποδεχθεί την εξαιρετικά επώδυνη πρόταση των θεσμών. Εχουμε μπροστά μας μια σειρά δρακόντεια μέτρα που πολύ δύσκολα θα υλοποιηθούν. Ελπίζω ο Αλέξης Τσίπρας να κάνει το επόμενο θαρραλέο βήμα: να βρει τον τρόπο να απαλλαγεί από όλους αυτούς που τον καταψήφισαν και που έχουν μια ριζικά αντίθετη στρατηγική για τη διάσωση της χώρας –δηλαδή, την επιστροφή στη δραχμή. Είναι ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος και να απαλλαγεί ο Πρωθυπουργός από αυτούς που συστηματικά τον υπονομεύουν. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα συνηθισμένο πλουραλιστικό κόμμα. Είναι ένα κόμμα διχασμένο σε βαθμό που κάθε συμβιβασμός οδηγεί στην παραλυσία, στην πλήρη αδυναμία συγκρότησης ενός αποτελεσματικού κυβερνητικού προγράμματος. Αν ο Πρωθυπουργός ξαναβάλει τη συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ πάνω από την ανάπτυξη της χώρας, δεν θα καταφέρει ούτε συνοχή ούτε ανάπτυξη. Χωρίς να το θέλει θα οδηγήσει τη χώρα στη δραχμή –κάτι που και ο Σόιμπλε και ο Λαφαζάνης διακαώς επιθυμούν.
Αυτό γίνεται πιο αντιληπτό όταν λάβουμε υπόψη μας πως ο λόγος της λαφαζανικής Αριστεράς βασίζεται στην πίστη πως μέσα στην ευρωζώνη, πέρα από όλα τα άλλα κακά, χάνουμε την εθνική μας κυριαρχία. Αν αφήσουμε όμως τις φαντασιώσεις, πρέπει να ερωτηθούμε τι γίνεται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αν απομονωθούμε από την Ευρώπη; Πώς αντιμετωπίζουμε μια χώρα που έχει πολλαπλάσιο πληθυσμό και πολλαπλάσιους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους; Πώς μπορεί να προχωρήσει ο εξοπλισμός της χώρας όταν δεν μπορούμε να αγοράσουμε με δραχμές νέα συστήματα αντίστασης και επίθεσης; Κάτω από αυτές τις συνθήκες τι είδους κυριαρχία θα έχουμε; Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε σε μια επιθετική Τουρκία που στον χώρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων (από την Κύπρο ως το Αιγαίο και τη Θράκη) θα προσπαθήσει διά της βίας να επιβάλει τη θέλησή της; Θέλουμε έναν νέο ελληνοτουρκικό πόλεμο τόσο καταστροφικό όσο αυτός του 1897; Είναι η κυριαρχία των θεσμών χειρότερη από την τουρκική;
Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται η αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως ο μετακαπιταλιστικός δημοκρατικός σοσιαλισμός που ονειρεύεται δεν είναι δυνατός σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα. Μια χώρα που βρίσκεται σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, κυριαρχείται από τρεις τύπους καπιταλισμού: τον νεοφιλελεύθερο, τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας και τον ημι-σοσιαλδημοκρατικό / σοσιοφιλελεύθερο καπιταλισμό των σκανδιναβικών χώρων. Σε αυτό το πλαίσιο η απομόνωσή μας από την Ευρώπη δεν θα οδηγήσει στην εθνική ανεξαρτησία. Θα οδηγήσει μάλλον σε μια αλβανοποίηση τύπου Χότζα.
Η αντιπολίτευση
Ο πρώην πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαψε ούτε στιγμή να τονίζει πως προτού αναλάβει ο Αλέξης Τσίπρας την εξουσία τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλύτερα. Η χώρα έφτασε στο σημείο να δανείζεται από τις αγορές με σχετικά χαμηλό επιτόκιο. Αλλά σε αυτή την επίμονη επιχειρηματολογία έλειπε η άλλη μισή αλήθεια. Ο Αντώνης Σαμαράς, ακολουθώντας την αυτοκαταστροφική του προδιάθεση, «κλώτσησε την καρδάρα με το γάλα». Αρχισε να απομακρύνεται από την Κεντροδεξιά εντείνοντας την εσωκομματική ρήξη. Αρχισε επίσης, μετά την ήττα της κυβέρνησης ΝΔ – ΠαΣοΚ στις ευρωεκλογές, να λαϊκίζει χάνοντας έτσι την εμπιστοσύνη της κυρίας Μέρκελ.
Οσο για τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης (με την εξαίρεση του Ποταμιού, ο αρχηγός του οποίου έχει άμεση σχέση με την κοινή λογική), εξακολούθησαν μέχρι τέλους να υποσκάπτουν τον Αλέξη Τσίπρα με σωστά μεν επιχειρήματα που δεν έπρεπε όμως να ειπωθούν τη στιγμή που ειπώθηκαν. Ετσι, από τη μια μεριά μιλούσαν συνεχώς για την απόλυτη ανάγκη αποφυγής του διχασμού, από την άλλη τον τροφοδοτούσαν συστηματικά. Ο συγκρουσιακός λόγος της πολιτικής μας κουλτούρας καθώς και η κομματικοκρατική λογική της αντιπολίτευσης και κυβέρνησης καλά κρατούν. Το ancien regime ούτε πέθανε ούτε καν αργοπεθαίνει.
Τα σφάλματα και η ευθύνη των θεσμών
Το πιο βασικό σφάλμα της τρόικας είναι ο γενικός προσανατολισμός της. Αυτός βασίζεται στην εμμονή της να επιβάλλει άγρια λιτότητα σε περίοδο ύφεσης. Αυτή η στρατηγική δεν είναι μόνο αντικοινωνική αλλά και λανθασμένη. Δεν χρειάζεται μεγάλη γνώση οικονομικών για να καταλάβει κανείς πως τα μέτρα λιτότητας εντείνουν την οικονομική κρίση και οδηγούν στην αδυναμία της χώρας να ξεπληρώσει έστω και μερικώς το τεράστιο χρέος της. Σε μια χώρα που αναλογικά έχει το μεγαλύτερο χρέος στην ΕΕ και που, για ιστορικούς λόγους, έχει μια πολιτική κουλτούρα και δομή διαφορετική όχι μόνο από τις βορειοδυτικές αλλά και από τις άλλες νοτιοευρωπαϊκές κοινωνίες, τα έντονα υφεσιακά μέτρα οδηγούν σε πλήρες αδιέξοδο.
Βέβαια την κύρια ευθύνη για το τεράστιο ελληνικό χρέος έχουν οι παλαιοκομματικές πολιτικές ελίτ της χώρας. Η λιτότητα σίγουρα «τιμωρεί» και τις πολιτικές ελίτ και ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Αλλά σίγουρα δεν λύνει το πρόβλημα της ουσιαστικής μείωσης του χρέους. Με άλλα λόγια, η λιτότητα δεν βλάπτει μόνο τους δανειζόμενους αλλά και τους δανειστές. Από αυτή τη σκοπιά, κάτω από τη γερμανική ηγεμονία, οι εταίροι μας φέρθηκαν «μπακαλίστικα» και μυωπικά. Σαν τέλειοι γραφειοκράτες επέβαλαν στη χώρα λιγότερο αναπτυξιακά και περισσότερο υφεσιακά αντικοινωνικά μέτρα. Για παράδειγμα, η τρόικα δεν πίεσε αρκετά τους πολιτικούς να λύσουν άμεσα το πρόβλημα των κλειστών επαγγελμάτων επιβάλλοντας όπου υπήρχε απόκλιση από τα συμφωνηθέντα αυστηρά χρονοδιαγράμματα και ποινές. Το βάρος δόθηκε στην οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων.
Την ακραία στενομυαλιά την παρατηρούμε και στην παρέμβαση της κυρίας Λαγκάρντ. Οταν η κυβέρνηση και οι θεσμοί είχαν σχεδόν φτάσει σε μια συμφωνία, η επικεφαλής του ΔΝΤ παρενέβη υποστηρίζοντας πως η ελληνική πρόταση δεν ήταν επαρκώς ισορροπημένη. Αυτό οδήγησε τους ευρωπαίους εταίρους, σαν πρόβατα, να αλλάξουν αμέσως γνώμη και να συμφωνήσουν με τη «σοφή» γαλλίδα πολιτικό. Απέρριψαν την ελληνική πρόταση και οδήγησαν τον έλληνα πρωθυπουργό να προχωρήσει στο μοιραίο δημοψήφισμα. Δυστυχώς η κυρία Λαγκάρντ σε αυτή την περίπτωση δεν είχε τη διορατικότητα και μεγαλοψυχία του προκατόχου της. Τελικά μας επιβλήθηκε μια συμφωνία με δρακόντεια και τιμωρητικά μέτρα που είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν.
Γλιτώσαμε έτσι το Grexit, αλλά θα εξακολουθήσουμε να λειτουργούμε σε ένα τεχνο-γραφειοκρατικό πλαίσιο όπου η πλειονότητα των εταίρων μας, και κυρίως η Γερμανία, θα παραμείνει αποκομμένη από το όραμα των δημιουργών της ευρωπαϊκής ενοποίησης: το όραμα μιας πολιτικά ενωμένης και κοινωνικά αλληλέγγυας Ευρώπης.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ