Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές βάζοντας κόκκινες γραμμές, αλλά χωρίς να έχει Σχέδιο Β.
Πίστευε ότι η απειλή για έξοδο από το ευρώ και η σκληρή και ανυποχώρητη στάση, αρκούσαν για να χαλαρώσουν οι ευρωπαίοι τη λιτότητα.
Πως οι πιστωτές θα ήταν αυτοί που τελικά θα υποχωρούσαν στο chicken game* που έπαιξε με οδηγό τον Γιάννη Βαρουφάκη, γιατί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα τους δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα.
Όμως, θα έπρεπε να είχε στοιχειωδώς προετοιμαστεί για την έξοδο. Να τους δείξει ότι το εννοεί. Οσο δεν είχε Σχέδιο Β, οι πιστωτές γνώριζαν ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στριμωγμένος στα σκοινιά.
Η ασύντακτη χρεοκοπία δεν αποτελούσε επιλογή. Το «Κούγκι» με το οποίο απειλούσε να τινάξει τις αγορές στον αέρα, δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά ένας πυροβολισμός στα πόδια του.
Θα έπρεπε να είχε οργανώσει Σχέδιο Β. Να είχε εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια, στήριξη του εθνικού νομίσματος, χρηματοδότηση, συνάλλαγμα κλπ.
Ακόμα απευθυνόμενος και στους ίδιους τους ευρωπαίους, όταν οι προσδοκίες για χρήματα από Ρωσία, Κίνα και Ην. Πολιτείες αποδείχθηκαν ανύπαρκτες.
Να τους πει ότι αν δεν μου δώσετε χαλάρωση της λιτότητας, «κούρεμα» του χρέους κλπ, ελάτε να συνεννοηθούμε για τη συντεταγμένη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Τι θα μας δώσετε για να φύγουμε. Τότε, η έξοδος θα ήταν επιλογή.
Όμως, τον είχε πείσει ο κ. Βαρουφάκης, για τον οποίο όπως φάνηκε τρέφει μεγάλη εκτίμηση ως οικονομολόγο, ότι η απειλή και μόνο της εξόδου, χωρίς καμία οργάνωση, ήταν πυρηνικό όπλο.
Πίστευε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν αφορμή να ξεσηκωθούν οι λαοί της Ευρώπης κατά των πολιτικών λιτότητας. Ευελπιστούσε ότι οι τοπικές εκλογές σε Γαλλία, Ανδαλουσία και αλλού θα είχαν θετικά γι’ αυτόν αποτελέσματα.
«Περίμενε και θα δεις» έλεγαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο και αργότερα. Όμως τα εκλογικά αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις, κυρίως στην Ισπανία, δεν επαλήθευσαν τις προσδοκίες τους.
Ο κ. Τσίπρας αντιστάθηκε στο κλείσιμο της στρόφιγγας της ρευστότητας από την ΕΚΤ. Κράτησε μέχρι το τέλος του προγράμματος, εξαντλώντας τα διαθέσιμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Δεν πλήρωσε το ΔΝΤ και έσυρε τους ευρωπαίους σε μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, φθάνοντας κυριολεκτικά στο παρά ένα, ευελπιστώντας ότι το σχέδιο θα αποδώσει.
Όμως οι ευρωπαίοι δεν έκαναν πίσω. Διότι γνώριζαν ότι πλέον ήταν στριμωγμένος στα σκοινιά. Δεν είχε σχέδιο Β, δεν είχε διέξοδο διαφυγής.
Αν επιχειρούσε την ασύνταχτη χρεοκοπία, θα έφευγε με ελικόπτερο από το Μέγαρο Μαξίμου.
Και τότε έπαιξε το τελευταίο χαρτί. Αποχώρησε από τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις 26 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες πριν λήξει το πρόγραμμα, τη στιγμή που η διαφορά ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν μόλις μερικές δεκάδες εκατ. ευρώ, σε σύνολο μέτρων ύψους 8,5 δις. ευρώ και προκήρυξε δημοψήφισμα.
Πιστός στο σχέδιο, το πήγε μέχρι τέλους ευελπιστώντας ότι οι ευρωπαίοι θα έκαναν τελικά στην άκρη. Η πως θα επικρατούσε το «Ναι» και θα υπέγραφε τη συμφωνία σεβόμενος την ετυμηγορία του λαού.
Μια επιπόλαιη απόφαση, μια κίνηση απελπισίας, χαμένη από χέρι αφού για τους ευρωπαίους ήταν μια win-win κατάσταση: αν κέρδιζε το «Ναι» θα υπέγραφε τη συμφωνία, αν κέρδιζε το« Όχι», θα γύριζε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σε δυσμενέστερη θέση, όπως έγινε και όχι ενισχυμένος όπως πίστευε.
Με το δημοψήφισμα, η θέση του κ. Τσίπρα μπορεί να ενισχύθηκε στο εσωτερικό, στην Ευρώπη όμως αποδυναμώθηκε, όπως αποδείχθηκε.
Ό,τι έσπειρε, θέρισε. Μη έχοντας σχέδιο Β, τους πιστωτές να μην κάνουν πίσω και τους ευρωπαίους πολίτες να μην έχουν βγει στους δρόμους, το σχέδιο Βαρουφάκη είχε πάει περίπατο. Η απειλή αποχώρησης από το ευρώ ήταν πλέον θανάσιμη για την Ελλάδα.
Η άτακτη χρεοκοπία δεν θα ήταν διαχειρίσιμη από κανέναν, πόσω μάλλον από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Θα ήταν το απόλυτο χάος. Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, ακόμα και οι συνωμότες της δραχμής έκαναν πίσω.
Ετσι, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να υπογράψει μια συμφωνία, που όπως ο ίδιος λέει δεν πιστεύει, αλλά εντούτοις θα εφαρμόσει!
*παιχνίδι του δειλού όπως αποδίδεται στα ελληνικά, όταν δύο οδηγοί κατευθύνονται με ταχύτητα μετωπικά ο ένας προς τον άλλο και κερδίζει αυτός που θα φρενάρει ή θα πηδήξει από το αυτοκίνητό του δεύτερος .