Οι κεντρικές δυνάμεις που υποστήριζαν το «Ναι» (ΝΔ, Ποτάμι, ΠαΣοΚ, ΚΙΔΗΣΟ) είχαν αθροιστικά λάβει 41,01% της ψήφου στις εκλογές του Ιανουαρίου. Οι δε δυνάμεις του «Οχι» (ΣΥΡΙΖΑ, ΧΑ, ΑΝΕΛ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) 48,01%. Στην αφετηρία, λοιπόν, το «Οχι» είχε ένα πλεονέκτημα 7 ποσοστιαίων μονάδων – το πλεονέκτημα στην πραγματικότητα ήταν μεγαλύτερο, διότι ήταν βέβαιο ότι το ποσοστό των εκλογέων του ΚΚΕ (5,47% τον Ιανουάριο) που θα ψήφιζε «Οχι» θα ήταν εμφανώς υψηλότερο από εκείνο που θα ψήφιζε «Ναι». Το αφετηριακό προβάδισμα των 7 (κατ’ ελάχιστον) μονάδων μετατράπηκε λοιπόν σε πλεονέκτημα 22,6 μονάδων το βράδυ της 5ης Ιουλίου. Η νίκη του «Οχι» ήταν συντριπτική. Ενα βαθύ εκλογικό κύμα, σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, παρέσυρε ακόμη και τα ισχυρότερα προπύργια της αντιπολίτευσης.

Η ταξικότητα της ψήφου ενισχύθηκε – λιγότερο όμως θεαματικά από όσο κάποιες πρώτες βιαστικές προσεγγίσεις υποστήριξαν. Το στρατόπεδο του «Οχι» είναι έντονα διαταξικό. Αν δεν ήταν, δεν θα άγγιζε το ποσοστό του 61,31%. Ωστόσο, εκπροσωπεί μαζικά τις κατώτερες θέσεις της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά του μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (71,3%), του δημόσιου (70,9%), των αγροτών (65,2%) και των ανέργων (72,9%). Είναι όμως και ιδιαίτερα ισχυρό μεταξύ των επαγγελματιών-βιοτεχνών (61,4%) και των εργοδοτών / αυτοαπασχολουμένων (57,7%, Public Issue).

Η γεωγραφία της ψήφου, επίσης, όπως καταγράφεται στους δήμους της Β’ Αθηνών, αποτυπώνει την ενίσχυση της ταξικής διαφοροποίησης των δύο στρατοπέδων. Η ενίσχυση αυτή, χωρίς να είναι μονομερής, οφείλεται περισσότερο στην όξυνση των ταξικών χαρακτηριστικών των οπαδών του «Ναι» παρά στην υψηλή ταξικότητα του «Οχι». Είναι ενδεικτικό ότι οι δυνάμεις του «Ναι» συγκρατούν, σε σχέση με τον Γενάρη, την επιρροή τους στα λαϊκά προάστια (30,01% έναντι 30,55% τον Ιανουάριο), ενισχύονται στα ενδιάμεσα προάστια (40,22% έναντι 37,12% τον Ιανουάριο) και σαρώνουν στα αστικά προάστια (64,43% έναντι 58,79% τον Ιανουάριο).

Η «απρεπής» ερμηνεία

Ενα δημοψήφισμα με κλειστές τράπεζες, έλεγχο κεφαλαίων, φόβο «κουρέματος» καταθέσεων και φόβο εξόδου από το ευρώ ήταν επιλογή υψηλότατου ρίσκου για την κυβέρνηση. Αλλωστε, η κυβέρνηση απώλεσε ταχύτατα, ταυτόχρονα με το κλείσιμο των τραπεζών, τον έλεγχο της προεκλογικής ατζέντας. Το κλείσιμο των τραπεζών υπήρξε ένας απροσδόκητος – και, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμος – agenda setter (περισσότερο από ό,τι τα εχθρικά ΜΜΕ) διότι καθιστούσε απτό το διακύβευμα «ευρώ ή δραχμή». Οι ενδείξεις κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ την Τρίτη και την Τετάρτη ήταν περισσότερο από εμφανείς: οι υπουργοί είχαν εξαφανιστεί, γινόταν λόγος για «ξαφνικό θάνατο» της κυβερνώσας Αριστεράς, η δε ακαριαία αντίδραση της αντιπολίτευσης και της ΕΕ ενίσχυσε το κλίμα ηττοπάθειας. Η κυβέρνηση μάλλον δεν ήταν προετοιμασμένη για μια μάχη με ουρές στα ATM.

Από την Τετάρτη τη νύχτα το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ ανασυντάχθηκε. Οι δε διαδοχικές παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού συνέβαλαν στην αντιστροφή του κλίματος. Ωστόσο, και παρά την ανασύνταξη, η τόσο μεγάλη νίκη του «Οχι» εκπλήσσει. Το μέγεθος της νίκης δεν συνάδει με τα δεδομένα της προεκλογικής εβδομάδας. Ναι, το «Οχι» είχε ηγεμονική ηγεσία ενώ το «Ναι» δεν είχε. Ναι, πιθανότατα, η εμφάνιση – ή επανεμφάνιση – του παλαιού πολιτικού προσωπικού, όπως και οι αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα προκάλεσαν ένα κλίμα αντίδρασης υπέρ του «Οχι». Ναι, τα μέσα ενημέρωσης είναι ιδιαίτερα απαξιωμένα. Ομως αυτά ίσχυαν και τις πρώτες ημέρες της εκλογικής εβδομάδας (εκτός της ανασύνταξης του ΣΥΡΙΖΑ). Γιατί λοιπόν η διαφορά ήταν τελικά τόσο μεγάλη;

Τεκμηριωμένη επιστημονική ερμηνεία δεν υπάρχει. Μόνον μια έρευνα πεδίου, σε μικροεπίπεδο, θα μπορούσε να δώσει απάντηση στον γρίφο του αποτελέσματος. Προσωπικά, δέσμιος της κλασικής πολιτικής γραμματικής, δεν διέκρινα το μέγεθος του ρεύματος του «Οχι». Εκανα όμως, λόγω επαγγελματικής διαστροφής, έναν μεγάλο αριθμό άτυπων «συνεντεύξεων» στην περιοχή του Περιστερίου και του Χαϊδαρίου με συμπολίτες μας που ανήκαν – κυρίως – στις λαϊκές και μεσαίες τάξεις. Οι συζητήσεις αυτές, φυσικά, δεν υπακούουν σε κανένα κριτήριο επιστημονικής αυστηρότητας. Εκ των υστέρων, όμως, υπό το φως του αποτελέσματος, κατανόησα την αξία τους.

Διαπίστωσα λοιπόν, με μεγάλη έκπληξη, ότι όλοι σχεδόν, μετά το πρώτο πάγωμα που προήλθε από το κλείσιμο των τραπεζών, υποβάθμισαν το γεγονός (κάποιοι, οι πιο εύποροι, πιθανώς γιατί είχαν αποσύρει τα χρήματά τους και άλλοι, οι λιγότερο εύποροι, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα). Το ενδεχόμενο «κουρέματος» των τραπεζικών καταθέσεων δεν είχε γίνει καν αντικείμενο συζήτησης στο περιβάλλον τους (είτε για τους προηγούμενους λόγους είτε γιατί παρατηρείται πάντα μια χρονική υστέρηση στην ένταξη στην καθημερινότητα θεμάτων της δημοσιότητας). Επίσης, όλοι (χωρίς εξαίρεση!) θεωρούσαν ότι «κάτι θα γίνει στο τέλος και δεν θα βγούμε από το ευρώ». Ολοι, επίσης, είχαν μια αρκετά ισχυρή παράσταση νίκης του «Οχι», η οποία ενισχυόταν όσο πλησίαζε η ημέρα της ψήφου («θα δεις την Κυριακή τι θα γίνει»). Παραδόξως, η παρέμβαση των Ευρωπαίων φάνηκε να ενοχλεί λιγότερο από όσο νομίζουμε, η δε στάση των ΜΜΕ προκαλούσε μάλλον αδιαφορία. Επίσης, το «δεν περιμένουμε τίποτε ιδιαίτερο από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το παλεύει» ακούστηκε συχνά.

Εκείνο όμως που προέκυψε ως κεντρικό στοιχείο και κοινός τόπος ήταν το εξής (ας μου συγχωρηθούν τα παραθέματα αυτολεξεί): «Μας τα έχουν πρήξει, θα ρίξω «Οχι»», «Να πάει να γαμηθεί, «Οχι», και ας τρέχουμε μετά».

Το «fuck U, anyway» γνωστού συγκροτήματος ήταν το μεγάλο ενοποιητικό μοτίβο και η μεγάλη ισχύς του «Οχι». Δεν ήταν απολύτως σαφές σε ποιον απευθυνόταν (στην Ευρώπη, στους ξένους, στο προσωπικό των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στα ΜΜΕ, στη μακρά διαπραγμάτευση που έχει κουράσει, στις προτάσεις για περαιτέρω λιτότητα κ.τ.λ.). Στο «fuck U, anyway» συμπυκνωνόταν και συνδυαζόταν (σε διαφορετική δοσολογία για τον καθένα) μια κουλτούρα υπερηφάνειας και απόρριψης στην οποία συνέκλινε ένα σημαντικό τμήμα του «λαού του «Οχι»».

Η αποτίμηση

1. Η μεγάλη τομή στη συνέχεια του κομματικού συστήματος που αποτυπώθηκε τον Γενάρη επιβεβαιώθηκε – και βάθυνε – την 5η Ιουλίου. Οι μεγάλες αλλαγές είναι «μεγάλες» μόνον όταν επικυρώνονται από τη μεταγενέστερη ψήφο, και μάλιστα σε συνθήκες δυσμενείς.

2. Το επιτελείο Τσίπρα έκανε το δημοψήφισμα όχι τόσο για να αυξήσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας όσο για να ανανεώσει την εντολή της κυβέρνησης. Το έκανε άγαρμπα, χωρίς τήρηση των διπλωματικών συμβάσεων. Και μάλλον μείωσε, τουλάχιστον βραχυχρόνια, την ικανότητα διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, η ανανέωση της λαϊκής εντολής θέτει τον Πρωθυπουργό σε θέση τέτοιας ισχύος ώστε να περάσει με σχετική ευκολία οποιαδήποτε συμφωνία, όσο οδυνηρή και αν είναι. Του επιτρέπει, επίσης, να διαχειριστεί καλύτερα μια τελική ρήξη, εάν τελικά οδηγηθεί σε αυτήν.

3. Το δημοψήφισμα επιβάρυνε πολύ τον λογαριασμό μιας ενδεχόμενης συμφωνίας. Ωστόσο, οι συνέπειες αυτού του «απρεπούς» δημοψηφίσματος είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν. Κάτι βαθύτερο βγήκε στην επιφάνεια. Και αυτό το βαθύτερο κατέστησε το δημοψήφισμα διεθνές γεγονός. Ας περιμένουμε λίγο, πριν το επιδοκιμάσουμε ή το καταδικάσουμε.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.