Γράφω αυτές τις γραμμές νύχτα Τετάρτης προς Πέμπτη και αφού διαψεύστηκαν κάποιες φήμες για ανάκληση του δημοψηφίσματος στο απογευματινό διάγγελμα του Πρωθυπουργού. Γράφω σε μια Ελλάδα που έχει βρεθεί υπό «τεχνική χρεοκοπία».
Γράφω λοιπόν απαντώντας στo ερώτημα για το «Ναι» της Κυριακής, το δικό μου «Ναι». Σε τι αλήθεια έχω την πρόθεση να πω «Ναι»; Οχι πάντως στην ακυρωμένη από τις ίδιες τις εξελίξεις και παραπλανητική ερώτηση η οποία αναγράφεται στο ψηφοδέλτιο. Οταν ανάμεσα στην πρόταση Γιούνκερ και στην τελευταία πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για νέο πρόγραμμα υπάρχει σχεδόν πλήρης ταύτιση, όταν συνιστούν αποχρώσεις της ίδιας πλαισίωσης, ο φορτισμένος διχασμός υπηρετεί απλώς τη συγκάλυψη ευθυνών.
Η δική μου κατάφαση είναι για τη δυνατότητα της χώρας να χτίσει δεσμούς εμπιστοσύνης, πραγματικές συμμαχίες και πεδία αναγνώρισης των προβλημάτων της. Δεν δηλώνει καμιά «άκριτη αποδοχή» της λιτότητας ως αιώνιας μοίρας αλλά κάτι διαφορετικό: την επίγνωση της τρωτότητας που φέρνει η εθνική μοναξιά και η περιχαράκωση του ελληνικού κράτους σε μια «παλαιοσυνδικαλιστική» αντίληψη περί διαπραγμάτευσης.
Ξέρουμε καλά ότι αυτά τα τελευταία χρόνια ο ευρωπαϊσμός δεν έχει πια την οραματική και αισιόδοξη αύρα του παρελθόντος του. Δεν διαθέτει μακρόπνοες προγραμματικές φιλοδοξίες ενώ φαίνεται να επιλέγει πιο συγκεκριμένους και λιγότερο συναρπαστικούς στόχους. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και κυρίως η ζώνη του ευρώ αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και εμπόδια: γραφειοκρατικές σκληρύνσεις, οξύ κοινωνικό πρόβλημα, κρίσεις ταυτότητας και θέματα εσωτερικής ασφάλειας σε πολλές από τις χώρες. Και υπάρχει βέβαια πισωγύρισμα ως προς τις παροχές και τις ευκαιρίες οι οποίες αντιστοιχούσαν σε παλαιότερες εποχές των εθνικών κοινωνικών κρατών. Τέλος, το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα έχει φανερώσει και άλλα πολιτικά ελαττώματα της Ενωσης και των δομών της.
Αισθάνομαι όμως –όπως και πολλοί άλλοι σε αυτή τη χώρα –ότι στην ευρωπαϊκή κοινότητα πεπρωμένου συναντά κανείς πάντοτε πολύτιμες ελευθερίες, δικαιώματα, θεσμικές και πολιτισμικές κατακτήσεις. Ακόμη και με την κόπωση και τις αλλοιώσεις της «αυτή εδώ η Ευρώπη» εξακολουθεί να είναι το μεγάλο φόντο για τις ελπίδες κάθε δημοκράτη πολίτη και κυρίως των νεότερων γενεών. Σε καμία περίπτωση δεν είναι σύγχρονος ολοκληρωτισμός, άκαμπτος ευρω-αυταρχισμός ή μια ζώνη καταθλιπτικής λιτότητας όπως την περνούν γενεές δεκατέσσερις οι κατήγοροί της.
Η στάση μου στο δημοψήφισμα είναι λοιπόν καρπός μιας ευρύτερης και πικρής συνειδητοποίησης. Αυτή η συνειδητοποίηση έχει να κάνει με το αλλοπρόσαλλο αποτύπωμα που αφήνει ο εγχώριος «ριζοσπαστισμός» ο οποίος δείχνει να μπερδεύει τις επιθυμίες του με την πολιτική πράξη. Ο οποίος επίσης φάνηκε να συγχέει συστηματικά τη σθεναρή διεκδίκηση με τα παίγνια ακτιβισμού και την επικοινωνία τους. Αυτός ο ριζοσπαστικός λαϊκισμός αρνείται ως τώρα να κρίνει τον εαυτό του διορθώνοντας την πορεία του ή αλλάζοντας έστω τους επιθετικούς τόνους με τους οποίους πολιτεύεται. Τώρα μεταβιβάζει στον λαό ένα δίλημμα το οποίο στην ουσία του δεν αποτελεί μέρος της εντολής η οποία δόθηκε τον Ιανουάριο.
Πιστεύω ότι τα κυρίαρχα πρότυπα οικονομικής εξυγίανσης και η εσωτερική ιεράρχηση των μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής διερώτησης, θεμιτών συγκρούσεων και ώριμου προβληματισμού. Δεν συνιστούν όλα αυτά αυτονόητες αλήθειες της λογικής. Αυτή τη στιγμή όμως το θεμελιώδες πρόβλημα της χώρας είναι η αποκατάσταση βασικών όρων λειτουργίας μιας οικονομίας και της κοινωνικής καθημερινότητας. Στη συνέχεια πρέπει να υπάρξει μελετημένη διαπραγμάτευση μιας πιο δίκαιης οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής. Οχι όμως άλλες απατηλές υποσχέσεις για «τέλος της λιτότητας» σε μία μόνη χώρα. Τέλος, έχει αναδειχθεί η ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη συμμετοχή μας στον σύγχρονο κόσμο. Χρειαζόμαστε έναν διαυγή αναστοχασμό για το τι σημαίνει πρόοδος και συντήρηση σε αυτή τη χώρα, μετά όμως τον τερματισμό της ακραίας χρηματοπιστωτικής ασφυξίας.
Ολα αυτά πιστεύω ότι μπορεί να υπηρετηθούν περισσότερο με το «Ναι». Γιατί πρέπει να φύγει από το προσκήνιο η ρητορική της άρνησης και η δαιμονοποίηση των άλλων ως φορέων συνωμοσίας ή εχθρών του ελληνικού λαού. Είναι επιλογή η οποία δεν υπαγορεύεται μόνο από οικονομικό ορθολογισμό ούτε από φόβο για το ακόμη χειρότερο. Συνιστά συνειδητή επιλογή βασικού συνομιλητή ως προς τις αξίες, το πολιτικό πλαίσιο, τους κανόνες. Η ιδεολογία του ανάδελφου έθνους, όπως και το στερεότυπο του λαού θύματος, δεν βοηθούν σε τίποτα γιατί δεν ενθαρρύνουν κανένα ρεύμα θετικών αλλαγών παρά μόνο την άγνοια της πραγματικότητας στο όνομα μιας χωρίς νόημα αντιμνημονιακής πανστρατιάς (που θολώνει επικίνδυνα τη διάκριση μεταξύ δεξιών και αριστερών ριζοσπαστισμών).
Με μια θετική δήλωση συμμετοχής στην υπαρκτή, σημερινή ευρωπαϊκή οικογένεια αποκτούμε πιστεύω περισσότερα δικαιώματα στη συλλογική εργασία που πρέπει να υπάρξει από Δευτέρα.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ