Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σκληρή επιλογή: είτε θα συμβιβαστεί με τους όρους που τις έθεσαν οι διεθνείς δανειστές της και θα παραμείνει στην ευρωζώνη, ή θα απορρίψει κάθε συμβιβασμό και θ’ αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε τον Ιανουάριο του 2015 με την υπόσχεση ότι θα σκίσει το ευρέως αντιδημοτικό μνημόνιο που επέβαλλε η Τρόικα, παραμένοντας ταυτόχρονα στο Ευρώ. Ήταν μια υπόσχεση που δεν μπορούσε να τηρηθεί. ΉΉΜετά από μερικούς μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων είναι ξεκάθαρο ότι οι δανειστές της χώρας δεν έχουν σκοπό ν’ αποδεχθούν μια επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας που θα ελαφρύνει σημαντικά το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας και συνεπώς την ανάγκη για μέτρα σκληρής λιτότητας που περιέχονται στο μνημόνιο.
Δεδομένου ότι πρέπει να γίνει ξεκάθαρο στον ελληνικό λαό ότι δεν μπορεί να εκπληρώσει πλήρως τη διπλή αυτή υπόσχεσή της, τι πρέπει να κάνει τώρα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Να προβεί σε περαιτέρω συμβιβασμούς με την Τρόικα και να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη, ή ν’ απορρίψει κάθε επιπλέον συμβιβασμό και να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός της Ευρωζώνης;
Παρότι υφίσταται εντός του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρή σύμπτωση απόψεων ότι και οι δύο επιλογές είναι κακές, υπάρχει μια εξίσου ισχυρή διαφωνία σχετικά με το ποια επιλογή είναι η χειρότερη. Η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίζεται ότι η δεύτερη επιλογή είναι μακράν η βέλτιστη, καθώς έτσι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και θ’ αυξηθεί η αυτονομία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής, διευρύνοντας, παράλληλα, τη διεθνή αλληλεγγύη της Ελλάδας με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που επίσης θ’ αποχωρήσουν από το Ευρωζώνη.
Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί δεν προβάλλονται αποκλειστικά από την Αριστερά, αλλά εκφέρονται και από την Ευρωπαϊκή Δεξιά, από τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα έως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία. Ωστόσο, τα κόμματα αυτά όταν επιτίθεται βιαίως στο Ευρώ επικαλούνται μόνο τα εθνικά συμφέροντα και ποτέ δεν κάνουν λόγο για διεθνή αλληλεγγύη. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η ευρωσκεπτικιστική Αριστερά, δίνει σταθερά έμφαση στο επιχείρημα της «αλληλεγγύης» πλάι σ’ αυτά της «εθνικής κυριαρχίας» και της «ανταγωνιστικότητας».
Τα τρία αυτά επιχειρήματα δεν αντέχουν σε σοβαρή επιστημονική κριτική κι αποτελούν, απλώς, διακαείς πόθοι όσων τα εκφέρουν. Στις πρόσφατες ομιλίες μου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατέδειξα διεξοδικά το έωλο των ισχυρισμών αυτών. Στον περιορισμένο χώρο του άρθρου αυτού θα παραθέσω, εν είδει αξιωματικής διατύπωσης, τα βασικά σημεία της επιχειρηματολογίας μου που αποδομούν το επιχείρημα του Grexit.
1. Από μια παγκόσμια οικονομική οπτική είναι ξεκάθαρο ότι ένα Grexit θα οδηγήσει σε λιγότερη αυτονομία πολιτικής για τη Ελλάδα. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αυτονομία άσκησης πολιτικής ή οποιαδήποτε σημαντική οικονομική κυριαρχία, γενικότερα, για μια χώρα με μικρές εξαγωγές που επιλέγει να διεκδικήσει μια βιώσιμη θέση στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό-εμπορικό πεδίο, παρά μόνο ως χρηματοοικονομική αποικία-δορυφόρος ενός νομίσματος που κυριαρχεί στις διεθνείς συναλλαγές, όπως το αμερικανικό δολάριο.
2. Από μια περιφερειακή, ευρωπαϊκή οπτική, το Grexit θα αδυνατίσει οποιαδήποτε σημαντική διεθνή αλληλεγγύη μεταξύ των ελληνικών προοδευτικών δυνάμεων και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Χώρες με μικρό όγκο εξαγωγών που παλεύουν για την επιβίωσή τους στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία και διατηρούν, παράλληλα, το δικό τους εθνικό νόμισμα, υιοθετούν οποιαδήποτε μέτρα οικονομικής πολιτικής είναι απαραίτητα για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους, θέτοντας το εθνικό τους συμφέρον υπεράνω του εθνικού συμφέροντος των άλλων χωρών.
3. Τέλος, από τη σκοπιά της εγχώριας οπτικής, το Grexit θα εκτροχιάσει οποιεσδήποτε πραγματικές προοπτικές αποκατάστασης της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της χώρας. Αν η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος επιστροφής στο φαύλο κύκλο νομισματικής υποτίμησης και πληθωρισμού που, τελικώς, θα πυροδοτήσει μια πολιτική κι ανθρωπιστική κρίση στη χώρα, το μέγεθος της οποίας δεν θα είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που βιώνουμε σήμερα.
Ακούγοντας την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ που υποστηρίζει τη ρήξη με την Ευρωζώνη, μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι στην προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μόνο μία μείζονα υπόσχεση: ν’ απορρίψει τους όρους του μνημονίου. Δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε δύο υποσχέσεις: ν’ απορρίψει το μνημόνιο και να διατηρήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρατήσει αμφότερες τις υποσχέσεις της –παρά την προσπάθειά της προς την κατεύθυνση αυτή- βρίσκεται αντιμέτωπη με το δύσκολο και δυσάρεστο καθήκον να τιμήσει μία εξ αυτών. Η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογεί για έξοδο από την Ευρωζώνη, προκειμένου ν’ αποφευχθεί οποιοσδήποτε συμβιβασμός με τους δανειστές της χώρας. Η πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με την πλειονότητα του ελληνικού λαού, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, υποστηρίζει τη συνέχιση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Το ένστικτό τους, σε συνδυασμό με την πείρα του παρελθόντος, τους λέει ότι μια επιστροφή στη δραχμή θα επιφέρει οικονομική καταστροφή στη χώρα.
Το επιχείρημα που προβάλλεται μετ’ επιτάσεως είναι ότι αν η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει πολλά από τα ίδια μέτρα λιτότητας που απαιτούσε η Τρόικα από την προηγούμενη κυβέρνηση, τότε ποιο το νόημα της ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση βρίσκεται στη διάκριση του τι συμβαίνει σήμερα με το τι θα συμβεί αύριο.
Σήμερα, ίσως, η διαφορά στην οικονομική πολιτική είναι μικρή. Αυτό, όμως, που είναι το πλέον σημαντικό είναι τι θα συμβεί αύριο. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης κι εκσυγχρονισμού των εγχώριων θεσμών δεν αμφισβητείται. Αυτό που είναι υπό αμφισβήτηση είναι πως και εις βάρος ποιου θα γίνει αυτή η αναδιάρθρωση. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει την εξουσία κι αντικατασταθεί από μια δεξιά κυβέρνηση, τότε είναι βέβαιο ότι η αναδιάρθρωση αυτή θα γίνει εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού. Αντιθέτως, αν η αναδιάρθρωση αυτή γίνει μ’ ένα δικαιότερο τρόπο, τότε είναι επιβεβλημένη η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία.
* Ο Φώτης Λυσάνδρου είναι καθηγητής στου City University, του Λονδίνου