Αν το είχε σκεφτεί ο Σόιμπλε, δεν θα το είχε κάνει καλύτερα: Και, τώρα, θα τρίβει τα χέρια του. Όμως, για εμάς, τέτοιες ώρες δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: είναι δεδομένο ότι ψήφος στο «όχι», ισοδυναμεί με εθελούσια έξοδο από το ευρώ και μάλιστα χωρίς προετοιμασία και χωρίς αντισταθμίσματα. Αυτό, είναι πλέον κάτι απολύτως δεδομένο. Όχι γιατί το λένε οι Γερμανοί. Αλλά γιατί το λένε όλοι.
Ο Γάλλος πρόεδρος Ολαντ και ο Ιταλός πρωθυπουργός Ρέντσι, δεν είναι Γερμανοί. Δεν είναι ούτε Μέρκελ, ούτε Σόιμπλε. Ούτε οι ίδιοι, ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι χώρες τους δεν έχουν προς την Ελλάδα την ίδια διάθεση που έχει το Βερολίνο. Χθες, τόσο ο Ολαντ όσο και ο Ρέντσι, ένιωσαν την ανάγκη να προειδοποιήσουν τους ελληνες πολίτες ξεκάθαρα: το «όχι», σημαίνει ότι η Ελλάδα θέλει να πάρει πλέον οριστικά τον δικό της δρόμο. Όμως, η κυβέρνηση, δεν ψηφίστηκε γι αυτό. Και με το δημοψήφισμα, έκανε ένα μοιραίο λάθος.
Με τις τράπεζες ήδη κλειστές, μέγα είναι πλέον το βάρος των ιστορικών στιγμών που ζει η Ελλάδα από την ώρα που η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα σε δημοψήφισμα με το ερώτημα «ναι» ή «όχι» στο τελεσίγραφο – «συμφωνία» των δανειστών.
Όπως κατέστη σαφές από το πρώτο λεπτό της ανακοίνωσης τα μεσάνυχτα εκείνης της Παρασκευής, η ίδια η κυβέρνηση ψηφίζει σύσσωμη «όχι». Τελικά, ο πρωθυπουργός δεν κάμφθηκε όπως είχε φανεί ότι θα γινόταν λίγες ημέρες πριν. Πέρασε όμως το βάρος της τεράστιας ευθύνης στο λαό. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωστεί με τις εξής παραμέτρους:
Πρώτον, ότι, ιστορικά τουλάχιστον, οι κυβερνήσεις σπανιότατα προχωρούν σε δημοψηφίσματα αν δεν είναι σχεδόν σίγουρες ότι θα κερδίσουν.
Δεύτερον, ότι ένα δημοψήφισμα, ιδίως για τέτοιο ζήτημα, ενέχει ισχυρότατους κινδύνους διχασμού μεταξύ των δύο πλευρών που θα διαμορφωθούν στη χώρα. Κι εδώ απαιτείται απ’ όλους τεράστια αυτοσυγκράτηση. Δεν πρέπει να διχαστεί ο τόπος – το έχουμε δει το έργο και δεν θέλουμε να το ξαναδούμε… Γι αυτό δεν έπρεπε να πάει ένα τέτοιο ερώτημα στο λαό.
Τρίτον, το πιο σημαντικό, ότι η απόφαση Τσίπρα για δημοψήφισμα μετά την προτεινόμενη («εξαιρετικά γενναιόδωρη» κατά Μέρκελ!…) συμφωνία, θεωρείται από το Βερολίνο (άλλα όχι μόνον) ως δημοψήφισμα υπέρ ή εναντίον της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι τα λεγόμενα Plan B έχουν ήδη βγει από τα συρτάρια και η εφαρμογή τους, έστω και προοδευτική ή τμηματική, έχει ήδη διαταχθεί και ξεκινήσει με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο τελεσίγραφο δήθεν «συμφωνία» που έστειλαν οι δανειστές στην Ελλάδα, η ανάπτυξη έχει ξεχαστεί οριστικά και αμετάκλητα κάτω από το βάρος νέων μέτρων, όπως άλλωστε και η ανεργία. Αντιθέτως, απαιτούνται νέα εξοντωτικά φορολογικά βάρη. Τέλος, το μέγα πρόβλημα της χώρας, το χρέος, ούτε καν αγγίχθηκε. Είναι συνεπώς σαφές ότι η «λύση» των δανειστών κάθε άλλο παρά λύση υπήρξε. Αντιθέτως.
Ταυτόχρονα, στον αντίποδα, είναι δεδομένο ότι το δημοψήφισμα μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει αληθινά πια σε διαζύγιο: Ο συνδυασμός του «Όχι» με το ευρώ, ότι κι αν λέγεται από πλευράς κυβέρνησης δεν είναι εφικτός – ίσως ακόμα και ενός ασθενικού «ναι» με τέτοια πλέον δυσπιστία που έχει πλέον διαμορφωθεί.
Εγινε πολύς λόγος για το αν η κυβέρνηση έπρεπε ή δεν έπρεπε να οδηγήσει σε δημοψήφισμα. Κάθε πλευρά απαντά εκείνο που θεωρεί ορθό. Όμως, εκείνο που ουδείς δικαιούται να κάνει, είναι το να λέει στους πολίτες ότι το «Όχι» δεν θα έχει επιπτώσεις στη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Οι ώρες είναι δραματικά κρίσιμες και οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι ψηφίζοντας «Όχι» ψηφίζουν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Αυτό πρέπει να είναι 1000% ξεκάθαρο. «Όχι» σημαίνει έξοδο της χώρας και ουδείς δικαιούται να παραμυθιάζει τους πολίτες σε οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση.
«Όχι» πρέπει να ψηφίσουν όσοι, δικαίως ή αδίκως, ορθά ή λανθασμένα, δεν θέλουν την Ελλάδα στο ευρώ. Συνειδητά και αποφασισμένα.
Ολοι οι άλλοι πρέπει να γνωρίζουν ότι ψηφίζοντας «όχι» οδηγούν τη χώρα σε κάτι πάρα πολύ σημαντικό που δεν το θέλουν. Είναι 100% μονόδρομος.
Το «όχι» σημαίνει δραχμή και μόνο, ότι κι αν λέγεται, απ’ όπου κι αν λέγεται. Και ίσως μάλιστα ξεφύγει και από τα επίπεδα του νομίσματος, ίσως το «όχι» πάει ακόμα πιο πέρα στη συνολική σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Στις επόμενες ημέρες απαιτείται μεγίστη ψυχραιμία και προσοχή απ’ όλους: κάθε φορά που έγιναν διχαστικές καταστροφές στην Ελλάδα έγιναν ακριβώς για τέτοιου είδους αιτίες γεωπολιτικών επιλογών της χώρας. Δεν είναι νοητό να ξανάρθουν τέτοιου είδους εφιάλτες. Κι αν είναι να ρθουν, τουλάχιστον, οι πολίτες δικαιούνται, αν μη τι άλλο, να το γνωρίζουν!