Η χώρα βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια τριπλή κατάρρευση:

Την κατάρρευση μιας επαγγελίας.
Της επαγγελίας ότι μπορεί να παραμείνει στο ευρώ αλλά χωρίς όρους και χωρίς προϋποθέσεις. Οτι μπορεί να μετέχει σε μια Ευρώπη της αρεσκείας της και της επιλογής της, η οποία σχεδόν φυσιολογικά θα αρχίσει να αλλάζει μόλις αλλάξει κυβέρνηση η Ελλάδα.
Την κατάρρευση μιας αυταπάτης. Της αυταπάτης ότι το μέγεθος της παρουσίας της καθιστά αποτρεπτική για το ευρωπαϊκό σύστημα την οιαδήποτε άσκηση ισχύος ή επιβολής. Ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν έχει παρά να διατυπώσει μια «λαϊκή εντολή» την οποία οι άλλοι δεν μπορούν παρά να κάνουν σεβαστή.

Την κατάρρευση μιας ψευδαίσθησης
. Της ψευδαίσθησης ότι η διαπραγμάτευση δεν είναι υπόθεση συσχετισμών, μεθόδου και κανόνων αλλά μια ελεύθερη και συχνά ασυνάρτητη άσκηση φρασεολογίας, ρητορικής και σθένους. Οτι είναι μια φλυαρία περί δημοκρατίας και όχι μια αποτύπωση οικονομικών μεγεθών.
Και τα τρία κατέληξαν σε μια οδυνηρή ματαίωση.
Η χώρα πλέον έχει μείνει μόνη με τις αντοχές και τις πληγές της. Καλείται να συνειδητοποιήσει ότι ο κόσμος δεν είναι αυτός που επιθυμεί ούτε εκείνος που επιλέγει αλλά ο κόσμος που υπάρχει. Και να αποφασίσει αν θέλει να ζήσει μέσα σε αυτόν.
Το μάθημα είναι ταυτοχρόνως οδυνηρό και σκληρό.
Οδυνηρό επειδή εδώ και έξι χρόνια η ελληνική κοινωνία (ή τουλάχιστον ένα μέρος της…) ζει με την αναπόδεικτη βεβαιότητα ότι κάπου υπάρχει και «ένας άλλος δρόμος». Ενας δρόμος ευκολότερος και πιο ανώδυνος, τον οποίο για κάποιους καταχθόνιους λόγους δεν έχει απλώς ως τώρα βαδίσει.
Τη χρεοκοπία της την εξέλαβε ως μια άσκηση ωμότητας ή μοχθηρότητας «των άλλων» οι οποίοι δεν είχαν παρά να γίνουν λιγότερο μοχθηροί για να βρουν τα πράγματα τον δρόμο τους.
Σκληρό επειδή καταρρέει ένα σύστημα εξαπάτησης, το οποίο όμως λειτούργησε ταυτοχρόνως και ως σύστημα ελπίδας.
Εστω και για ψυχολογικούς λόγους, ο δοκιμαζόμενος πολίτης είχε την ανάγκη να πιστέψει ότι αυτό που ζει δεν είναι παρά ένας εφιάλτης, τον οποίο είναι στο χέρι του να διαλύσει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην πορεία αυτή η ελληνική κοινωνία φορτώθηκε πολλά ασήκωτα βάρη. Τα βάρη ενός φαύλου πολιτικού συστήματος. Τα βάρη μιας ευρύτατης κοινωνικής παθογένειας. Τα βάρη μιας άγριας παρέμβασης με άστοχες και άφρονες συνταγές.
Κυρίως όμως σήκωσε το βάρος μιας χαμηλής αυτογνωσίας και μιας υψηλής ευπιστίας που της επέτρεπαν σε κάθε στροφή του δρόμου να ανακαλύπτει μαθητευόμενους μάγους και κομπογιαννίτες σωτήρες. Που την έκαναν να ελπίζει ότι μπορεί να παρακάμψει την προσπάθεια.
Τώρα βρίσκεται στο «μη περαιτέρω». Χωρίς επαγγελίες. Χωρίς αυταπάτες. Χωρίς ψευδαισθήσεις.
Ο,τι κι αν προκύψει ως κυβερνητική επιλογή (είτε ρήξη είτε συμβιβασμός) ο δρόμος έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολος και πιο ανηφορικός.
Είναι το κόστος των επιλογών και η άγνοια των συνεπειών. Με άλλα λόγια, το ταμείο της δημοκρατίας.
Από εκεί και πέρα, το ερώτημα είναι πώς θα ζήσει ο μέσος πολίτης αυτή την τριπλή κατάρρευση.
Αν την εκλάβει απλώς ως πάθημα ή ως ατύχημα, τότε θα έχει χάσει πολλά χωρίς να κερδίσει τίποτα.
Αλλά αν την καταλάβει ως μάθημα, τότε το κόστος θα είναι απλώς τα δίδακτρα μιας εθνικής προσπάθειας η οποία καθίσταται κάθε μέρα όλο και πιο αναγκαία, όλο και πιο αναπόφευκτη.
Ούτως ή άλλως, τα μεγάλα έθνη είναι αυτά που μπορούν να ξαναγεννιούνται μέσα από μεγάλες τραγωδίες.
Ως τώρα η Ελλάδα το έχει καταφέρει. Να δούμε τη συνέχεια.
Αριστερή ΥΕΝΕΔ
Πρωί-πρωί στην καινούργια ΕΡΤ η συνομιλήτρια υπηρεσίας έθεσε στη Ζωή Κωνσταντοπούλου το ακόλουθο δημοσιογραφικό ερώτημα:
–Σας βλέπω έτσι με ψυχραιμία να αντιμετωπίζετε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πού το βρίσκετε το σθένος σε κάποιες επιθέσεις; Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε όλοι να έχουμε το ίδιο σθένος.
Ηταν λίγο προτού κορυφωθεί η αγωνιστική παρέλαση υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (που υποδύεται την τηλεοπτική ενημέρωση) με συνέντευξη του υπουργού Υγείας υπό τον τίτλο «Κουρουμπλής: Το ανθρώπινο πρόσωπο της πολιτικής».
Θα μου πείτε ότι, όπως υπάρχουν αριστεροί ψάλτες, υπάρχουν και αριστεροί γλείφτες, καμία αντίρρηση!..
Απλώς είναι εντυπωσιακό τελικά πόσο η καινούργια ΕΡΤ μοιάζει με την πολύ παλιά. Την ΥΕΝΕΔ, εννοώ!..

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ