Για πρώτη φορά από το 2010 όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου έθεσε αδικαιολόγητα τη χώρα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο ενώ είχε σαφείς δυνατότητες να τον αποφύγει, η Ελλάδα δίνει σήμερα μια πολύ μεγάλη και δύσκολη μάχη, μάχη μέχρις εσχάτων.
Οι χθεσινές εξελίξεις με την ημέρα να ξεκινά με ξαφνικές προσδοκίες για άμεση επίτευξη συμφωνίας και να καταλήγει σε ένα κυβερνητικό non paper που περιέγραφε την (από καιρό δεδομένη) βαθιά σύγκρουση μεταξύ των δανειστών και τις συνέπειές της για την Ελλάδα, διαμόρφωσαν μία περίπου δραματική κατάσταση.
Όμως όλα αυτά που αναφέρονται είναι αληθή: η σύγκρουση υπάρχει και κορυφώνεται γύρω από το τι θα γίνει με το χρέος, κάτι το οποίο η γερμανική (η λεγόμενη «ευρωπαική») πλευρά δεν θέλει να αγγίξει, σε αντίθεση με εκείνη του ΔΝΤ.
Συνεπώς, όποιος βγάλει το γραμμικό συμπέρασμα ότι η κίνηση του ΔΝΤ να σκληρύνει τη στάση του έναντι συγκεκριμένων ζητημάτων της διαπραγμάτευσης αλλά και έναντι των άλλων δύο μελών της πλευράς των δανειστών είναι κίνηση «εναντίον» της Ελλάδας, ίσως βιάζεται και πέφτει σε πλάνη.
Αυτή τη στιγμή, το ελληνικό ζήτημα, ιδίως μετά τη χθεσινή θέση που πήρε η Αθήνα, αποκτά εκ νέου φλέγουσες διεθνείς διαστάσεις και αυτό, όσο κι αν είναι επικίνδυνο, έπρεπε να συμβεί.
Βρισκόμαστε στο πιο δύσκολο και επικίνδυνο, πλην όμως απαραίτητο αν θέλουμε να πετύχουμε αλλαγές, σημείο. Συνεπώς και στο πιο αμφιλεγόμενο.
Πολλοί είναι εκείνοι που θα πουν να «καθίσουμε στα αυγά μας» και να μην παίζουμε με τη φωτιά – γιατί, κακά τα ψέματα, αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή.
Όμως, όσο κι αν οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι, άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Δεν έχουν αφήσει άλλο δρόμο σε μία χώρα που την έσυραν ουσιαστικά στην πλήρη καταστροφή μέσα από ένα πρόγραμμα δήθεν «σωτηρίας» το οποίο διέλυσε τα πάντα στο πέρασμά του και το οποίο στήθηκε μόνον και αποκλειστικά με το βλέμμα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών και την προστασία του «κοινού» νομίσματος εις βάρος όμως της Ελλάδας.
Γι αυτό και ο αγώνας είναι τόσο δύσκολος και είναι μέχρις εσχάτων. Και πρέπει να είναι.
Είναι επικίνδυνος, μα, άλλος δρόμος, δεν μας έμεινε.