Στη βάση όλης της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα των τελευταίων ετών της κρίσης, βρίσκεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η εξής θεμελιώδης παραδοχή: ότι η χώρα πρέπει δήθεν εν λευκώ να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των δανειστών της και από το βαθμό της προσαρμογής αυτής θα κριθεί και το αν θα μείνουμε ή δεν θα μείνουμε στο ευρώ. Αυτή είναι η γενική θέση επί της οποίας χτίστηκαν όλα από το 2010 και μετά.
Όμως, αυτή η θέση, είναι λανθασμένη. Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Είναι λανθασμένη μεταξύ άλλων διότι αγνοεί την πιο σημαντική από τις διαστάσεις της κρίσης: ότι δεν είναι η Ελλάδα που θα καθορίσει, είτε θετικά, είτε αρνητικά, το μέλλον όλων όσων γίνονται αυτή την ώρα στην Ευρώπη της έξαρσης της γερμανικής ηγεμονίας.
Με άλλα λόγια, η παραδοχή ότι αν η Ελλάδα τα πάει καλά μένει ή αν τα πάει άσχημα φεύγει, σημαίνει ουσιαστικά ότι η δράση της Ελλάδας ως κράτος και η ψήφος των Ελλήνων πολιτών, αποτελούν τον κυρίαρχο παίκτη στη διαμόρφωση του ευρωπαικού μέλλοντος. Κι αυτό, είναι, φυσικά, αστειότητα.
Ακόμα και το… ΚΚΕ αν ερχόταν αύριο το πρωί στην εξουσία, οι αποφάσεις δεν θα παίρνονταν με αυτό το κριτήριο από το Βερολίνο. Το κριτήριο θα ήταν το τι είναι πιο συμφέρον και πιο ασφαλές για την ίδια τη Γερμανία να πράξει. Κι αν εκείνοι έκριναν ότι είναι καλύτερα να μην προκαλέσουν ένα βαθύ τριγμό, τότε θα έκαναν τα… στραβά μάτια προκειμένου να μην οδηγήσουν τα πράγματα στην οριστική ρήξη.
Αν πάλι έχουν αποφασίσει, για τους δικούς τους λόγους, τη ρήξη, ακόμα και μια κυβέρνηση που θα ήθελε να περάσει μέχρι κεραίας όσα της επιβάλλουν, δεν θα τους ήταν αρκετή, ούτε θα ήταν ικανή να σταματήσει την πορεία των πραγμάτων – κάπως έτσι δεν είναι που έριξαν, ουσιαστικά, την προηγούμενη κυβέρνηση μη δίνοντας την αξιολόγηση της 8ης Δεκεμβρίου; Ή δεν γνώριζαν ότι με αυτή την άρνηση τη ρίχνουν και πάμε σε εκλογές με τα γνωστά εκ των προτέρων αποτελέσματα; Φυσικά και γνώριζαν…
Το τελευταίο κλειδί λοιπόν είναι στο Βερολίνο, δεν είναι στην Αθήνα, όσο κι αν θέλουν να το εμφανίζουν ακριβώς αντίστροφα ακριβώς για λόγους μεγιστοποίησης της πίεσης. Κι αυτό, πρέπει να το καταλάβουμε.
Το αν μας «χωράει» ή όχι αυτό που χτίζεται σήμερα, είναι πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ότι εμφανίζεται και σίγουρα τα κριτήριά του είναι πολύ πιο βαθιά από αυτά που ομολογούνται, αν δηλαδή βγαίνουμε έξω από τα κριτήρια και τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί σε έναν, ούτως ή άλλως, πολύ περιορισμένο πλέον, βαθμό.
Αλλιώς θα παρθούν οι αποφάσεις. Και εκείνο που πάνω απ’ όλα απαιτείται σήμερα στην Ελλάδα είναι ψυχραιμία, ενότητα και επιμονή όχι μόνον μπροστά σε μια διαπραγμάτευση που ασφαλώς διεξάγεται από μειονεκτική θέση, όμως διεξάγεται, αλλά και σε μια ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα που οφείλουμε επιτέλους να κατανοήσουμε ότι εξελίσσεται πέρα από το συμβαίνει τώρα, σε αυτήν εδώ την άκρη της Ευρώπης…