Ήταν καλύτερη και από ότι στην οθόνη. Η πρώην παρουσιάστρια της ΕΡΤ και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αγλαία Κυρίτση έκλεψε προχθές την παράσταση στη Βουλή. Η εισήγησή της – εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας – για την επανασύσταση της εταιρίας (ένα πραγματικά ιστορικό γεγονός!), ανήκει στις μεγάλες στιγμές του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Κι αυτό με τριπλό τρόπο: Ιστορικά, επειδή ξεσκέπασε τα μοτίβα και τους στόχους εκείνων που κατάργησαν δια νυχτός πριν 22 μήνες έναν συνταγματικό θεσμό. Πολιτικά, επειδή παρουσίασε ένα σχέδιο επανίδρυσης, που δυσχεραίνει την αναβίωση του αμαρτωλού παρελθόντος. Και αισθητικά, επειδή μίλησε δυνατά χωρίς καλλιέπειες και άλλα περιττά παρόμοια.
Όμως – φίλη μεν Αγλαϊα, φιλτάτη δε αλήθεια. Η ίδια εισήγηση περιείχε κενά, που δεν μπορούν να μείνουν ασχολίαστα. Με πρώτο και κυριότερο εκείνο της αυτοδιαχείρισης: Η κ.Κυρίτση έπλεξε το εγκώμιό της για την περίοδο που έγινε ζωντανή πράξη από τους απολυμένους της ΕΡΤ και τους συμπαθούντες – πλήρως, τους πέντε μήνες μετά το κλείσιμο της εταιρίας, σε όλο και μικρότερη κλίμακα στη συνέχεια – απέφυγε όμως να αναφέρει ότι δεν υπάρχει ούτε ίχνος της στο νομοσχέδιο που παρουσίασε.
Το παράδοξο του νομοσχεδίου: Οι μεταρρυθμίσεις συμβιώνουν με αντιμεταρρυθμίσεις – έτσι που σε πολλά σημεία του κυριολεκτικά να «μπάζει».
Μερικά από αυτά:
1. Πολιτικά, η εταιρία υποβαθμίζεται σε παράρτημα του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Αυτή την ιδέα υποβάλλει τουλάχιστον η διατύπωση (άρθρο 2, παράγραφος 2), ότι η ΕΡΤ συμβάλλει «στην προσπάθεια εθνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης» της χώρας- φράση που κατά τα άλλα είναι αντιγραμμένη από το κυβερνητικό πρόγραμμα. Όμως τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι εργαλείο καμιάς πολιτικής. «Καταστατικά» συνιστούν, έστω και άτυπα, μια αυτόνομη πολιτειακή οντότητα, που βρίσκεται δίπλα στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική και δη πάντα έξω από αυτές. Ως τέτοια δεν συμβάλλει, και δη δια νόμου, στην εφαρμογή της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά αποκλειστικά στην κριτική της αξιολόγηση – τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
2. Οργανωτικά, η ΕΡΤ παραδίδεται στα χέρια του Νίκου Παππά. Το άρθρο 7 του επιτρέπει να προτείνει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής πρόσωπα για το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας που είναι του χεριού του. Μέσω αυτού, αλλά και άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου, γίνεται έτσι ο «τσάρος» της εταιρίας. Και αυτό ανοίγει το παράθυρο για κάθε είδους εκτροπές. Η ύπαρξη ασφαλιστικών δικλείδων, όπως η συμφωνία αρχών μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της διεύθυνσης της ΕΡΤ «για την εδραίωση της ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης» απαλύνουν, δεν απαλείφουν το πρόβλημα.
3. Αναφορικά με τον κοινωνικό έλεγχο: Το άρθρο 10, που προβλέπει τη συγκρότηση συμβουλίων ελέγχου από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΡΤ, αποτελεί σκέτο σκάνδαλο. Κι αυτό επειδή δεν μπορεί να υπάρχει όργανο ελέγχου που συγκροτείται από τον ελεγχόμενο. Σε άλλες χώρες, η συγκρότησή τους καθορίζεται από το νόμο χωρίς καμιά συμμετοχή του διοικητικού συμβουλίου. Ο νόμος καθορίζει επίσης το είδος και τον αριθμό των οργανώσεων που εκπροσωπούνται στο εκάστοτε συμβούλιο, καθώς και τις αρμοδιότητές τους – κάτι που διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ο ρόλος τους είναι όμως γενικά μικρός. Στην Ελλάδα θα μπορούσε να αναβαθμιστεί – αυτό όμως στο πλαίσιο μιας νέας δομής της ΕΡΤ.
4. Από άποψη γενικών αρχών, οι εκπομπές της ΕΡΤ δεν θα πρέπει απλώς να εμπνέονται «από τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αξίας του ανθρώπου, της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου» και τα λοιπά συναφή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3, αλλά από πολύ περισσότερα. Μόνη της η έμπνευση, όσο καλή και να είναι, δεν φτάνει. Σε αυτήν πρέπει να προστεθεί και η πρακτική αξιοποίηση των ιδανικών με συνδυασμένο τρόπο. Τα τελευταία 15-20 χρόνια, o συνδυασμός αυτός (με αφετηρία το BBC) συμπυκνώνεται στην Ευρώπη στον όρο «δημόσιες αξίες» (public values), ο οποίος αποτελεί και τον κύριο επιχειρησιακό μοχλό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Με τη χρήση του επιχειρείται η παραγωγή υπεραξίας αξιών στην κοινωνική ζωή. Το μέγεθος της υπεραξίας ελέγχεται διαρκώς – συνολικά τουλάχιστον μια φορά το χρόνο στη βάση ειδικά θεσπισμένων κριτηρίων, που μπορεί να διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Το BBC, για παράδειγμα, εφαρμόζει το «Public values test», οι γερμανικοί δημόσιοι σταθμοί ARD και ZDF το λεγόμενο «τεστ των τριών βαθμίδων» (Drei-Stufen-Test). Έτσι μπορεί, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί, αν και κατά πόσο το κέρδος σε δημοκρατική συνείδηση από μια ποιοτική εκπομπή μπορεί να ισοσταθμίσει τυχόν μείωση της ακροαματικότητας, ή της τηλεθέασής της.
Οι «δημόσιες αξίες» και η συνδυαστική εφαρμογή τους συνιστούν πλέον, σε συνδυασμό και με το μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της, την ειδοποιό διαφορά της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης έναντι της ιδιωτικής και εν τέλει το βασικό λόγο της νομιμοποίησής της.
5. Από άποψη κοινού, η νέα ΕΡΤ προχωρεί πέρα από την παλιά προσθέτοντας στη θεματολογία της την προβολή «…της κοινωνίας των πολιτών, των πρωτοβουλιών κοινωνικής αλληλεγγύης και των παραγωγικών τάξεων…». Όμως και εδώ μένει πίσω από εκείνο που έκανε η «πειρατική» ΕΡΤ: την υπαγωγή στο πρόγραμμά της και της λεγόμενης «αντιδημοσιότητας», εκείνου δηλαδή του τύπου δημοσιότητας που προβάλει «περιθωριακά», αιρετικά, ή απλώς μη εμπορικά θέματα, τα οποία μένουν έξω από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης.
Εκείνο που λείπει όμως ακόμα περισσότερο είναι το συστηματικό άνοιγμα προς τους αφανείς και άφανους, την αμέτοχη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, με ανάλογα κίνητρα και προσφορές, που θα επιτρέψουν βαθμιαία μια όλο και πιο ενεργή συμμετοχή της στο δημόσιο γίγνεσθαι.
Αυτό προϋποθέτει βέβαια μια «στροφή προς τη βάση», ένα άλλο είδος ραδιοτηλεόρασης, η οποία δεν θα περιορίζεται στην παραγωγή πληροφοριών και κουλτούρας για τους ήδη καλά πληροφορημένους και «κουλτουριάρηδες». Πρακτικά, αυτό σημαίνει τη διάθεση μεγάλου μέρους του προσωπικού, των δαπανών, κλπ. για την επίτευξη ενός τέτοιου νέου είδους προγράμματος.
6. Εργασιακά, η νέα ΕΡΤ δεν προσφέρει νεωτερισμούς – με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θάβει με το παρόν νομοσχέδιο την ιδέα της αυτοδιαχείρισης.
Μια γενική παρατήρηση: Η αυτοδιαχείριση στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης μπορεί να συνδυάζει την ιδιοκτησία με τη διοίκηση (όπως στην Ελβετία), αλλά μπορεί να περιορίζεται και μόνο στη διοίκηση (όπως στη Γερμανία και σε άλλες χώρες). Από την ανάγνωση του νομοσχεδίου συνάγεται πάντως, ότι οι συντάκτες του δεν πήραν υπόψη ούτε τις εμπειρίες για την αυτοδιαχείριση στο εξωτερικό, ούτε εκείνες των τελευταίων 22 μηνών στην Ελλάδα.
Οι εμπειρίες αυτές δείχνουν, ότι η αυτοδιαχείριση είναι ένα ρεαλιστικό και επιτυχημένο εγχείρημα – το καλύτερο παράδειγμα εδώ είναι και πάλι η Ελβετία.
Η ελβετική ραδιοτηλεόραση SRG SSR, που προήλθε από τη συνένωση ιδιωτικών εταιριών, είναι οργάνωση ιδιωτικού δικαίου, στην οποία το κράτος έχει εκχωρήσει το δικαίωμα της κάλυψης των δημόσιων επικοινωνιακών αναγκών. Η οργάνωση έχει τη μορφή σωματείου (χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα), στο οποίο μπορεί να συμμετέχει κάθε πολίτης της Ελβετίας, που πληρώνει ετήσια συνδρομή (έως και 100 ευρώ). Τα μέλη αυτά εκλέγουν αντιπροσώπους για τη Γενική Συνέλευση της εταιρίας, από την οποία εκλέγονται πάλι τα διάφορα όργανά της – μ.α., το εποπτικό και το διοικητικό συμβούλιο. Αυτά κανονίζουν στη συνέχεια τον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας.
Πούρα (σωματειακή) αυτοδιοίκηση λοιπόν, που αποκλείει (σε περίπτωση που πάρουν το πάνω χέρι Αντιδημοκράτες) δημοκρατικές εκτροπές δεδομένου ότι ισχύει η αρχή της «αυτορυθμιζόμενης ρύθμισης»: Η αποστολή, το περιεχόμενο, κλπ. της εταιρίας κανονίζονται σε δημοκρατικό πνεύμα δια νόμου, η αυτορύθμιση κινείται αυστηρά εντός αυτού του κανονιστικού πλαισίου.
Το αποτέλεσμα: Παρά τον συντηρητισμό των μελών και της ηγεσίας της, η ελβετική τηλεόραση βγάζει ποιοτικά πολύ καλό πρόγραμμα, χωρίς (με μια σοβαρή εξαίρεση στο παρελθόν) να είναι ελλειμματική. Ο αριθμός των εργαζόμενων της είναι 6000 (!) σε μια χώρα 7 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων – κάτι που δείχνει, ότι ο μεγάλος αριθμός μπορεί να είναι όχι κατάρα, αλλά ευλογία, αν οι εργαζόμενοι είναι ενταγμένοι σε ένα αποδοτικό σύστημα παραγωγής.
Στην Ελλάδα, η δημόσια ραδιοτηλεόραση είχε καταρχάς κρατικό, αργότερα δημόσιο χαρακτήρα με ανάλογο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η αυτοδιαχείριση μπορεί λοιπόν να κινηθεί μόνο σε διοικητικό επίπεδο. Αυτή είχε, μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, περισσότερο τον χαρακτήρα αυτόματου πιλότου: Οι εργαζόμενοι δούλευαν απλώς ελεύθερα και ωραία και χωρίς αφεντικά – για νέους θεσμούς δεν υπήρχε τότε δύναμη και χρόνος.
Αυτούς θα έπρεπε να τους φτιάξει η σημερινή κυβέρνηση– δίνοντας στην αυτοδιαχείριση θεσμική μορφή. Αυτό θα σήμαινε εκλογή των οργάνων της ΕΡΤ από γενικές συνελεύσεις, στις οποίες θα συμμετέχουν με αυστηρά προκαθορισμένα κριτήρια εκπρόσωποι των εργαζομένων, καθώς και όλων των σημαντικών φορέων της ελληνικής κοινωνίας.
Τα όργανα αυτά θα καταστρώνουν στη συνέχεια (με κατοχυρωμένο δικαίωμα συμμετοχής και συναπόφασης των εργαζομένων) τον κανονισμό λειτουργίας της εταιρίας και όλα τα σχετικά παρόμοια – πάντα στο πλαίσιο της «αυτορυθμιζόμενης ρύθμισης», της απόλυτης διαφάνειας (που εφόσον κατοχυρωθεί θεσμικά θα υποκαταστήσει εν πολλοίς την ανάγκη της λογοδοσίας) και της εμπειρίας της πρότερης επιτυχημένης διαχείρισης.
Αντί αυτού, το παρόν νομοσχέδιο επαναφέρει τις κλασικές δημοσιοϋπαλληλικές ιεραρχίες με το συνακόλουθο δημοσιοϋπαλληλικό πνεύμα.
Αυτό δεν το θέλει φυσικά κανείς από εκείνους που οραματίζονται μια νέα ΕΡΤ, ούτε, πιστεύω, και η Αγλαϊα. Το νομοσχέδιο, ωστόσο, βάζει καταρχάς τέλος στο όραμα. Άδηλο, για πόσο καιρό ακόμα.