«Βιβλιοφαγίες», «Βιβλιοδρομίες», «Βιβλιοτρεχάλες» και «Μαραθώνιοι Ανάγνωσης» προκηρύσσονται από συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους και βομβαρδίζουν πανελληνίως τα τελευταία χρόνια αλύπητα τα δημοτικά σχολεία μας, βάζοντας δασκάλους και μαθητές να τρέχουν και να λαχανιάζουν ακόμα και για αυτό που θα έπρεπε να είναι καθαρή απόλαυση και παιχνίδι.
Όλα ξεκίνησαν με την Ευέλικτη Ζώνη και αργότερα, το 2010, την καθιέρωση της ώρας της «φιλαναγνωσίας» στα σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα. Ο όρος «φιλαναγνωσία» αποτελεί νεολογισμό που επινόησε το ΕΚΕΒΙ για να προωθήσει την θετική σχέση των παιδιών με το βιβλίο. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με επιστημονικούς όρους όμως, θα λέγαμε ότι ο όρος «φιλαναγνωσία» παραπέμπει περιοριστικά στην ανάγνωση, ενώ η εισαγωγή της καινοτομίας αυτής στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα αποτελούσε μια προσπάθεια ολιστικής προσέγγισης για τη βελτίωση του γλωσσικού γραμματισμού στο Δημοτικό. Παρόμοιες πρωτοβουλίες στα σχολεία του εξωτερικού παρουσιάζονται ως προγράμματα γραμματισμού (literacy) και στοχεύουν όχι μόνο στην αύξηση της ανάγνωσης, αλλά και την βελτίωση της ακρόασης, της ομιλίας και της γραφής. Απώτερος σκοπός παρόμοιων προγραμμάτων διεθνώς είναι να παρακινηθούν όλοι οι μαθητές μέσα από την ανάγνωση ή την ακρόαση ευχάριστων κειμένων, εκτός σχολικού πλαισίου (δηλαδή ασκήσεων και βαθμολόγησης) να καλλιεργήσουν την ομιλία (εμπλουτισμός λεξιλογίου, βελτίωση άρθρωσης, επιχειρηματολογία) και την γραφή (ελεύθερη δημιουργική παραγωγή λόγου) έτσι ώστε να «κλείσει η ψαλίδα» που προκαλείται από τις μαθησιακές ανισότητες στις γλωσσικές επιδόσεις.
Επειδή στοχεύουν στο να κάνουν τον γλωσσικά αδύναμο μαθητή καλό και τον καλό καλύτερο, τα προγράμματα αυτά σχεδιάζονται και παρακολουθούνται λεπτομερώς για την αποτελεσματικότητά τους από υπεύθυνους φορείς. Στη χώρα μας, όπως γνωρίζουμε, παρόμοιοι φορείς απουσιάζουν κι έτσι η εισαγωγή της φιλαναγνωσίας στα σχολεία δεν έχει αποτιμηθεί ερευνητικά και δεν είμαστε σε θέση αυτή τη στιγμή να ξέρουμε ούτε αν εφαρμόζεται σωστά, ειδικά στις μικρές τάξεις, ούτε αν πέτυχε τον αρχικό της στόχο. Στο κενό που δημιουργείται από αυτές τις ελλείψεις ελοχεύει ο κίνδυνος της εμπορευματοποίησης των παιδαγωγικών αγαθών και της εισόδου ανεξέλεγκτων ιδιωτικών συμφερόντων στα σχολεία. Μήπως τελικά θέλουμε ανεπαρκείς εκπαιδευτικούς για να εισάγουμε ετοιμοπαράδοτα εμπορευματοποιημένα πακέτα λογοτεχνικών και άλλων προγραμμάτων;
Και ενώ το ΕΚΕΒΙ μέσα από επιμορφώσεις, οδηγίες και «επιστολές προς τον εκπαιδευτικό» μιλούσε για «αναγνωστική εμψύχωση», για «παιχνίδια φιλαναγνωσίας», «βιωματικές δράσεις», για το δικαίωμα της κοινότητας αναγνωστών να διαλέγουν τι θέλουν να διαβάσουν, να φέρνουν από το σπίτι και να μοιράζονται το αγαπημένο τους βιβλίο, γενικά για επικοινωνία μέσα από το βιβλίο, η εμπειρία από τα σχολεία σήμερα είναι αποκαρδιωτική. Το Υπουργείο, στα μέσα της χρονιάς, προωθεί στα σχολεία διαγωνισμούς που προκηρύσσουν συγκεκριμένοι εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι προωθούν λίστες συγκεκριμένων βιβλίων και απαιτούν από τα σχολεία να τα προμηθευτούν, ενώ κάποιοι μοιράζουν και ερωτηματολόγια με ερωτήσεις εξεταστικού τύπου για την επεξεργασία και κατανόηση του κειμένου (!). Οι εκπαιδευτικοί που έχουν ήδη κάνει τον ετήσιο προγραμματισμό τους, προσπαθούν (αφού το προτείνει επίσημα και μια εγκύκλιος) να «στριμώξουν» στο πρόγραμμα άλλη μία «δράση» καταλήγοντας στο τέλος να μην διαβάζονται τα βιβλία στην τάξη προς όφελος όλων των μαθητών, αλλά να τα προμηθεύονται και να τα παίρνουν σπίτι μόνο εκείνοι οι μαθητές που έχουν ήδη υψηλές γλωσσικές επιδόσεις. Όταν ρωτάμε τους εκπαιδευτικούς γιατί αυτά δεν γίνονται μες στην τάξη απαντούν ότι δεν προλαβαίνουν με τόσα που κάνουν και ότι αυτά είναι έτσι κι αλλιώς προαιρετικά. Ποιος όμως είναι υπεύθυνος να προσδιορίσει τι είναι προαιρετικό και με ποιον τρόπο; Ποιος ελέγχει τα ερωτηματολόγια των διαγωνισμών και τον τρόπο διεξαγωγής τους; Τι είδους βραβεία δίνουν οι εκδοτικοί οίκοι και ποιες αξίες περνάνε μέσα από αυτά; Όταν το βραβείο δεν είναι ποδήλατο και είναι βιβλία, ποιος ελέγχει την καταλληλότητα αυτών των βιβλίων; Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής γνωμοδοτεί για όλα αυτά; Τι απέγινε τέλος πάντων η δημιουργία «κοινότητας αναγνωστών» όταν το ίδιο το Υπουργείο προωθεί πακέτα όπου ξεκάθαρα διατυπώνεται ότι ο διαγωνισμός είναι «προαιρετικός» για τον κάθε μαθητή, όταν δηλαδή προκαλεί την ανισότητα και τη διαφορά;
Με την απουσία ενός αρμόδιου φορέα από τη μια και την έλλειψη παρακολούθησης από την πλευρά του Υπουργείου από την άλλη, το φιναλαγνωστικό εγχείρημα έχει χάσει τον αρχικό του στόχο. Το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών μιλάει για διεξαγωγή διαγωνισμών από τα ίδια τα παιδιά μέσα στην τάξη, όπου ομάδες μαθητών καθοδηγούμενες από τους δασκάλους τους, επιλέγουν το συγγραφέα και το είδος βιβλίου, δημιουργούν κουΐζ και «υποδύονται» τον ρόλο των κριτών της επιτροπής που δίνει βραβεία τα οποία τα ίδια τα παιδιά δημιουργικά επινοούν. Αυτό σημαίνει «κοινότητα αναγνωστών» σύμφωνα με τις αρχές της βιωματικής διδασκαλίας η οποία, όπως πολύ ωραία το έχει διατυπώσει ο Χρυσαφίδης, «τραυματίζεται» όταν οι δράσεις επιβάλλονται από το δάσκαλο ή από εξωτερικούς φορείς και δεν προκύπτουν από την επικοινωνία των παιδιών μέσα στην τάξη. Πόσο μάλλον αν οι δράσεις προεπιλέγονται από εκδοτικούς οίκους και μας έρχονται μέσα από εγκυκλίους.
Είναι άξιο απορίας πώς η Διεύθυνση Σπουδών, η οποία κάθε τόσο μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι θεμιτές εκ μέρους του σχολείου οι υποδείξεις προς τους μαθητές για προμήθεια συγκεκριμένων προϊόντων, να προωθεί στα σχολεία αυτούς τους διαγωνισμούς. Η καταπολέμηση των γλωσσικών ανισοτήτων είναι καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να πάρουμε πολύ σοβαρά τις δράσεις βελτίωσης του επιπέδου γραμματισμού των παιδιών μας. Ελλείψει αρμόδιου φορέα που θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμα και μια ενδεικτική λίστα προτεινόμενων βιβλίων από όλα τα είδη λόγου και απ’ όλους τους εκδοτικούς οίκους, ποια είναι η θέση του Υπουργού και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για όλα αυτά;
* Η κυρία Ειρήνη Λουλακάκη-Μουρ είναι Σχολική Σύμβουλος 5ης Περιφέρειας Ν. Δωδεκανήσου. Είναι κάτοχος PhD στη Νεοελληνική και Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.