Είναι πολύ νωρίς να αποτιμήσει κανείς το τελικό αποτέλεσμα της επίσκεψης Τσίπρα στο Βερολίνο, η οποία, άλλωστε, αποτελεί έναν από τους κρίκους μιας μεγάλης αλυσίδας διεθνών και εσωτερικών ενεργειών της νέας κυβέρνησης και άλλων παραγόντων εντός και εκτός Ευρωζώνης που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Αναμένοντας όμως τις σύνθετες εξελίξεις, υπάρχουν ήδη ορισμένες σταθερές, κάποια αντικειμενικά δεδομένα της χθεσινής κρίσιμης επίσκεψης, τα οποία ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.
Το πρώτο δεδομένο είναι ότι φτάσαμε να γίνει η επίσκεψη. Να υπάρξει η πρόσκληση, να γίνει αποδεκτή και να βρεθεί ο νέος πρωθυπουργός στο Βερολίνο και μάλιστα να συνομιλεί σε ένα πολύ ουσιαστικό, σοβαρό, καλό εν τέλει κλίμα.
Το δεδομένο αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία αν θυμηθεί κανείς την αδιανόητη καταστροφολογία που επικράτησε πριν από τις εκλογές αλλά και μετά από αυτές. Καταστροφολογία που αν ίσχυε έστω και στο 5%, η Ελλάδα θα έπρεπε σήμερα να είναι σε κατάσταση χώρας της υποσαχάριας Αφρικής κι όχι να ακούγεται ο ελληνικός εθνικός ύμνος στο Βερολίνο…
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι πριν από αυτή τη συνάντηση υπήρξε η πολυμερής εκείνη στις Βρυξέλλες, πρωτοφανής στα χρονικά, την οποία προκάλεσε και πέτυχε η ελληνική πλευρά, ξεπερνώντας και πάλι τις φαιδρές σύγχρονες Κασσάνδρες ενός άθλιου, δόλιου εκφοβισμού της χώρας και των πολιτών της.
Το τρίτο δεδομένο, ίσως τελικά το πιο σημαντικό απ’ όλα, είναι ότι ενώ ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός των χρόνων της κρίσης που επισκέπτεται το Βερολίνο, είναι ο πρώτος που το κάνει με το κεφάλι ψηλά. Είναι ο πρώτος που στέκεται όρθιος. Κι αυτό είναι ασφαλώς γεγονός τεράστιας σημασίας για την καθημαγμένη Ελλάδα.
Ο Τσίπρας χθες δεν αναγκάστηκε ούτε να πει το τρομερό «ουδείς αναμάρτητος», ούτε να συμπεριφερθεί περίπου ως υποτελής όπως ως τώρα, δυστυχώς, συνέβαινε. Ούτε κορόιδεψε τους Γερμανούς: τους αντιμετώπισε έντιμα: είπε μέσα στην έδρα τους τι πιστεύει και έμεινε σταθερός σε αυτό.
Υπό αυτή την έννοια, δύο πράγματα πρέπει να θεωρείται βέβαια: το πρώτο είναι ότι και οι ίδιοι οι Γερμανοί θα τον σεβαστούν περισσότερο, ως έναν άνθρωπο που είναι εκεί όρθιος – και είναι προφανές ότι αυτό φάνηκε ήδη.
Το δεύτερο είναι ότι έχει ήδη μεταβάλει, σε έναν α ή β βαθμό, θα φανεί πόσο ακριβώς, την ατζέντα, από εκεί που την είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Αν θυμηθούμε τι είχε ειπωθεί μετά τις προηγούμενες αντίστοιχες συναντήσεις, η διαφορά θα είναι ολοφάνερη αμέσως στον καθένα, δεν απαιτείται ανάλυση, είναι εκτυφλωτική…
Και, τελικά, ένα ερώτημα μετά από όλα αυτά προκύπτει:
Αραγε, ποιος Ελληνας θα ήθελε να ήταν σήμερα η Ελλάδα πίσω στις 24 Ιανουαρίου;
Υπάρχει κανείς;…