Η εξαντλημένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο Ελλάδα, ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που απηύθυνε επίσημη πρόσκληση στον τότε Πρόεδρο της Δυτικής της Γερμανίας να επισκεφθεί την Αθήνα.
Ήταν η Ελλάδα του ενός εκατομμυρίου νεκρών που πρώτη άνοιξε δρόμο καταλαγής και ειρήνευσης με τους επιγόνους των κατακτητών της.
Ήταν η πρώτη που αποδέχθηκε την εγκατάσταση του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα.
Και λίγα χρόνια μετά ήταν η ίδια χώρα που έστειλε μαζικά μετανάστες στη Γερμανία να συμβάλουν στη μεταπολεμική ανοικοδόμησή της.
Η μικρή και φτωχή Ελλάδα επίσης πρωτοστάτησε το 1953 στη διαγραφή των χρεών της, ακριβώς για να κλείσουν οι πληγές του πολέμου.
Η Ελλάδα που σήμερα λοιδωρείται από τους γερμανούς ηγήτορες άνοιξε τις μικρές αλλά ζεστές αγκαλιές της για να αμβλυνθούν τα μίση και τα πάθη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Η σημερινή Γερμανία δυστυχώς συμπεριφέρεται όπως κάθε ευεργετημένος.
Αυτοανακηρύσσεται σε μέγα εχθρό και τιμωρό μιας χώρας και ενός λαού που έχει φερθεί με τον ευγενέστερο δυνατό τρόπο.
Το χειρότερο είναι ότι αυτοαναιρείται, αρνούμενη τα ιδεώδη που οικοδόμησαν το σύγχρονο γερμανικό έθνος.
Ξεχνούν οι Γερμανοί τη αρχαιολατρία τους, τα κύματα ελληνικού πολιτισμού που απορρόφησαν για να χτίσουν την πατρίδα τους.
Στην παρούσα φάση η Ελλάδα αντιμετωπίζεται από το Βερολίνο ως το μέγιστο κακό, ως μια εστία διαταραχής της γερμανικής ηγεμονίας, ως χώρα ταραξίας και βάση διάλυσης της Ευρώπης.
Αυτές οι πεποιθήσεις δεν στέκουν, δεν έχουν βάση, είναι αποτέλεσμα εμμονών και ιδεοληψιών ορισμένων πλευρών της κυρίαρχης γερμανικής πολιτικής τάξης.
Η χρεοκοπημένη και καθημαγμένη ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα πέντε χρόνια αποδέχθηκε πλήθος περιοριστικών μέτρων, έχασε μισθούς, συντάξεις και άπειρες θέσεις εργασίας, πλήρωσε δυσθεώρητους φόρους, υποτίμησε εργασιακά δικαιώματα, ελευθερίες και δυνατότητες, έχασε το καλύτερο δυναμικό της – περισσότερους από 150.000 μορφωμένους νέους και νέες – βυθίστηκε στην ύφεση, διέλυσε ιστορικά κόμματα και απομείωσε παραδοσιακές δυνάμεις, έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό να αντιμετωπίσει τη μεγάλη οικονομική κρίση και αντί κατανόησης και αλληλεγγύης αντιμετωπίζει εχθρότητα και βαναυσότητα.
Η Ελλάδα έχει μειώσει τα ελλείμματα, επιζεί από πέρσι το καλοκαίρι χωρίς τα λεφτά και την καλοσύνη των εταίρων, αναπνέει και ανασαίνει με ίδιους πόρους και ο κ.Σόιμπλε απαιτεί πλήρη υποταγή και προσαρμογή την ώρα που συγχωρεί τα γαλλικά ελλείμματα και καταπίνει τα ιταλικά χρέη.
Και από κοντά ο τραπεζίτης του Μάριο Ντράγκι συμπεριφέρεται ως σαράφης της κακιάς ώρας. Έστησε κατόπιν διεθνών πιέσεων το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων ακριβώς για να ελέγξει τα συμπτώματα της ύφεσης και του αποπληθωρισμού από την Ευρώπη και απέκλεισε απ’ αυτό τη χώρα που επλήγη περισσότερο από την ύφεση και την γενικευμένη υποτίμηση αξιών. Και όλα αυτά με το ψευδοεπιχείρημα ότι δεν επιτρέπεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η νομισματική χρηματοδότηση. Λες και το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων δεν συνιστά νομισματική χρηματοδότηση, δεν ισοδυναμεί με εκτύπωση νομίσματος.
Δυστυχώς η στάση του Βερολίνου και της Φραγκφούρτης απέναντι στην Ελλάδα είναι υποκριτική, μεροληπτική και αντιδημοκρατική, καθώς ορίζεται από κίνητρα αμιγώς πολιτικά.
Ταράχθηκαν από την αμφισβήτηση και αντί να προσαρμοσθούν τιμωρούν ένα ολόκληρο λαό που ανέχθηκε τους πάντες και τα πάντα, αλλά εξαντλήθηκε και πλέον δεν αντέχει άλλους δυνάστες.
Ως εδώ και μη παρέκει.
Οφείλουν η κυρία Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε να συμφιλιωθούν με η ιδέα ότι ο ελληνικός λαός δεν τους πιστεύει πια, ούτε αντέχει τα κελεύσματά τους.
Έχει αποφασίσει να πορευθεί χωρίς φόβους και απειλές. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να ζήσει και με λιγότερα. Ο ελληνικός λαός έδωσε με το παραπάνω όσα είχε να δώσει. Είναι καιρός εκείνοι να δώσουν.