Το ρεύμα δεν θα είναι ούτε εντελώς δημόσιο ούτε εντελώς ιδιωτικό. Αυτό καταλαβαίνουμε από τις δηλώσεις του υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτη Λαφαζάνη, που ανακοίνωσε την ακύρωση της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ. Υπογραμμίζουμε το «περαιτέρω» καθώς οι συμφωνίες που επιτρέπουν την παραγωγή ρεύματος σε ιδιώτες είναι δύσκολο να καταστρατηγηθούν. Δεν πρόκειται μόνο για τους μεγάλους παίκτες στην αγορά ενέργειας αλλά και για 45.000 μικρούς παραγωγούς που πίστεψαν στην πράσινη ανάπτυξη κι έστησαν μικρές μονάδες φωτοβολταϊκών.
Για όλους αυτούς τους παραγωγούς ενέργειας καλλιεργήθηκε η πεποίθηση ότι πρέπει να στηριχθούν. Το ποίημα είναι γνωστό, περί διάσωσης του περιβάλλοντος και μείωσης των ρύπων. Επινοήθηκε λοιπόν ειδικό τέλος για να στηριχτούν όσοι παράγουν ρεύμα με ανανεώσιμες πηγές – παραβλέποντας ότι πρόκειται για επένδυση, ότι οι επενδύσεις έχουν επιχειρηματικό ρίσκο και ότι το ρεύμα αυτό πωλείται σε προνομιακές τιμές, δηλαδή ακριβά για τον καταναλωτή. Σύμφωνα λοιπόν με τη ΔΕΗ το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) «προορίζεται για την αποζημίωση των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Αποτελεί τη συνεισφορά όλων μας στη μείωση εκπομπών αερίων ρύπων μέσω προώθησης των ΑΠΕ».
Ο καταναλωτής βρίσκει το ειδικό τέλος ενσωματωμένο στις «ρυθμιζόμενες χρεώσεις» στον εκκαθαριστικό λογαριασμό. Προκύπτουν δυο ερωτήματα για αυτή τη χρέωση. Πρώτον αν το Σύνταγμα επιτρέπει τη χρέωση για την ενίσχυση των ιδιωτών που εμπορεύονται ρεύμα. Δεύτερον αν όντως όσοι το εισπράττουν συμβάλλουν στη μείωση των ρύπων.
Στο πρώτο ερώτημα απάντησε το Συμβούλιο της Επικρατείας, με δυο αποφάσεις του, εδώ κι ένα χρόνο. Εκρινε ότι το ειδικό τέλος αποτελεί φόρο, καθώς δεν έχει χαρακτήρα ανταποδοτικού τέλους επειδή δεν αποτελεί ειδική αντιπαροχή. Εκρινε επίσης ότι το ειδικό τέλος δεν μπορεί να επιβληθεί με υπουργική απόφαση, παρά μόνο με νόμο. Παραμένει λοιπόν ανοιχτό το ζήτημα της επιστροφής χρημάτων στους καταναλωτές, αν είναι ανάλογη η άποψη της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Στο δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή μειώνονται οι ρύποι με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εδώ λοιπόν είναι το μέγα ζήτημα: οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πλην μεγάλων υδροηλεκτρικών, πουθενά στον κόσμο δεν έχουν δείξει να μειώνουν ρύπους. Μας το εξηγεί ειδικός: στην καλύτερη περίπτωση αναγκάζουν σε περισσότερη χρήση αερίου (για εφεδρείες και σταθεροποίηση του δικτύου). Το αέριο καθ’ εαυτό, λόγω χημείας, εκπέμπει λιγότερο CO2, SO2, σωματίδια από ότι το κάρβουνο ή ο λιγνίτης. Ωστόσο, η χρήση του με ΑΠΕ το αναγκάζει σε μεταβλητή λειτουργία σε μονάδες που είναι λιγότερο αποτελεσματικές άρα καίνε περισσότερο. Στη Γερμανία υπάρχουν ενδείξεις ότι η παρουσία ΑΠΕ αύξησε τους ρύπους και από αέριο, λόγω μεταβλητότητας.
Ιδού λοιπόν το πεδίο για εφαρμογή αριστερής πολιτικής. Η κατάργηση του ειδικού τέλους. Καθώς τούτο θέλει χρόνο, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης έχει μια ακόμη επιλογή. Να εξετάσει την προοπτική να φτηνύνει το ρεύμα μετά την πτώση της τιμής των καυσίμων. Λέγεται ότι το φτηνό πετρέλαιο θα ενισχύσει την κερδοφορία της ΔΕΗ με 260 εκατομμύρια ευρώ. Όταν ακριβαίνει το πετρέλαιο, φουσκώνει ο λογαριασμός του ρεύματος, ήλθε η ώρα για το αντίστροφο. Για να δούμε…