Το προβάδισμα ΣΥΡΙΖΑ με κάνει να «σκαλίσω» με προσοχή το οικονομικό του πρόγραμμα.
Μία από τις προτεραιότητές του είναι η επαναφορά του κατώτατου μισθού από τα 586 ευρώ στα 751 ευρώ που ίσχυε το 2009. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει αύξηση της τάξεως του 28,1%.
Στον αντίποδα, φίλος καθηγητής (με «νεοφιλελεύθερες» αντιλήψεις) μου έλεγε πρόσφατα ότι σε μια οικονομία με υψηλότατη ανεργία 26% δεν νοείται να υπάρχει κατώτατος μισθός!
Ο γράφων έχει ταχθεί υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού. Η αύξηση φαίνεται λογική καθώς ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται στο 30% του μέσου μισθού.
Σε άλλες χώρες της περιφέρειας ο κατώτατος μισθός (επί του μέσου μισθού) είναι υψηλότερος:
–Ητοι, στο 38% του μέσου μισθού στην Πορτογαλία και στο 35% του μέσου μισθού στην Ισπανία.
Εχει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ σκεφθεί με προσοχή την αύξηση κατά 28,1%;
Δεν είμαι βέβαιος. Ο κατώτατος μισθός επηρεάζεται αφενός μεν θετικά από το γενικό επίπεδο μισθών και την ανταγωνιστικότητα τιμών, αφετέρου δε αρνητικά από το ύψος του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
«Τρέχοντας» ένα μακροχρόνιο μοντέλο της ελληνικής οικονομίας μεταξύ των παραπάνω μεταβλητών (καλούμενο και σχέση Engle-Granger) συμπεραίνουμε:
–Το 2009, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ορθό έτος επιστροφής του κατώτατου μισθού, ο κατώτατος μισθός κινήθηκε 3,3% υπεράνω των δυνατοτήτων της οικονομίας. Συνεπώς είναι άστοχη η πρόταση επαναφοράς του σε αυτό το επίπεδο!
–Το 2012 παρουσιάστηκε βίαιη προσαρμογή του κατώτατου μισθού καθώς αυτός υστέρησε κατά 7% σε σχέση με τις δυνατότητες της οικονομίας!
Μας ενδιαφέρει όμως και το τι έγινε το 2014. Πράγματι το 2014 ο κατώτατος μισθός «έκλεισε» 2,4% κάτω από τις δυνατότητες της οικονομίας μας!
Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ ίσως κληθεί να κυβερνήσει την επόμενη εβδομάδα, καλό θα ήταν να μην ξεκινήσει με ένα άστοχο οικονομικό μέτρο. Αντί αύξησης 28,1% στον κατώτατο μισθό, η ελληνική οικονομία αντέχει άμεσα μια αύξηση της τάξεως του 2,4%, από 586 στα 600 ευρώ.
Πολλοί λένε ότι ο Αλέξης Τσίπρας «αντιγράφει» τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ας μην επαναλάβει το λάθος του 1982, όταν ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 9% πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας και μετά «τρέχαμε» το 1983 να υποτιμήσουμε τη δραχμή μήπως και ανακάμψει η ανταγωνιστικότητά μας.
Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ