Το δικαίωμα στην δικαστική προστασία έχει δοκιμασθεί βαρύτατα στην Ελλάδα των μνημονίων κατά την τελευταία τετραετία. Παρά τις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων ότι θα προχωρήσουν σε μια ταχύτερη και ποιοτικότερη Δικαιοσύνη, τα πράγματα έχουν κυριολεκτικά βαλτώσει, με αποτέλεσμα ένα πολύ σημαντικό τμήμα των συμπολιτών μας είτε να μην μπορεί καν να προσφύγει στα δικαστήρια (κατά τρόπο που παραβιάζει το δικαίωμά του στην δικαστική προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. ) είτε να καταφρονείται πρακτικά μέσα από την δικαστική διαδικασία. Ορισμένα μέτρα βελτίωσης της κατάστασης μπορούν να ληφθούν άμεσα από μια επικείμενη κυβέρνηση της Αριστεράς.
Τέσσερις συν μία θέσεις για την Δικαιοσύνη
Το δικαίωμα στην δικαστική προστασία έχει δοκιμασθεί βαρύτατα στην Ελλάδα των μνημονίων...
1. Η χρηματοδότηση της Δικαιοσύνης πρέπει να αυξηθεί σημαντικά ως ποσοστό του προϋπολογισμού με αποτέλεσμα την βελτίωση της κτιριακής υποδομής, της πληροφορικής μηχανοργάνωσης, της σημαντικής αύξησης των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων. Η ιδέα της αυτοχρηματοδότησης της Δικαιοσύνης από τα πολύ σημαντικά δικά της έσοδα (δικαστικό ένσημο, ποινές που πληρώνονται κατά μετατροπή, παράβολα συζήτησης δίκης κ.α.), τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των συνολικών κρατικών αναγκών και ιδίως του χρέους, αποτελεί μια σκέψη γόνιμη και ενδιαφέρουσα. Η αύξηση της χρηματοδότησης θα οδηγήσει αναπόφευκτα και σε μια ταχύτερη Δικαιοσύνη.
2. Πρέπει να σταματήσει η προώθηση της προσωπικής ποινικής ασυλίας για άτομα που άσκησαν αξίωμα ως μέλη Δ.Σ. νομικών προσώπων, οργανισμών κ.α., σχετικών με την μνημονιακή πολιτική, και να καταργηθούν ήδη υφιστάμενες τέτοιες ρυθμίσεις όπως αυτές για την ατιμωρησία των Προέδρων και μελών διοικήσεων του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. Η ισονομία και η ακριβοδικία πρέπει να αποκατασταθούν στην χώρα αποκλείοντας κάθε σκέψη συγκάλυψης. Σε συνάφεια με αυτό, πρέπει να σταματήσει η συγκάλυψη των ευθυνών πολιτικών προσώπων με την συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ περί ευθύνης Υπουργών.
3. Σε αντίστιξη με την προηγούμενη πρόταση, αξίζει να θυμηθούμε ότι οι «άσημοι» υποκείμενοι στην ποινική Δικαιοσύνη αντιμετωπίζουν μορφές συγκρότησης των δικαστηρίων ξένες προς το κράτος Δικαίου, όπως τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων. Η μονομελής συγκρότηση των δικαστηρίων κακουργημάτων προσβάλλει ευθέως την συνθετική, λελογισμένη και σώφρονα δικαστική απόφαση σε περιπτώσεις όπου προβλέπεται ποινή κάθειρξης αρκετών ετών. Καταλύει δηλαδή την ευθυδικία.
4. Χρειάζεται να καταργηθούν όλες οι ρυθμίσεις των τελευταίων ετών (και ιδίως των ν. 3900/2010, 3904/2010 και 4055/2010 ), οι οποίες προβλέπουν υπέρογκες οικονομικές επιβαρύνσεις για την πρόσβαση των πολιτών στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια ( κατάθεση δικογράφων, κατάθεση ενδίκων μέσων, παράβολα συζήτησης, Φ.Π.Α. 23 % στις δικηγορικές υπηρεσίες κ.α.). Η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να υφίσταται μόνο υπέρ των ολίγων αλλά πρέπει να είναι προσβάσιμη και στους μισθωτούς και τα μεσαία στρώματα.
5. Όλα τα προηγούμενα αυτοακυρώνονται στον βαθμό που η Δικαιοσύνη θα παραμείνει θεσμικά ένα συμπληρωματικό όχημα για τις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης και εκτελεστικής εξουσίας. Θα χρειαστεί να αποκατασταθεί η θεσμική Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης μέσα από την ανάδειξη της ηγεσίας των ανωτάτων Δικαστηρίων όχι πλέον από την κυβέρνηση αλλά από ένα σύνθετο εκλεκτορικό όργανο, όπου θα μετέχουν οι Ολομέλειες των Δικαστηρίων, οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι ενώσεις εργαζομένων στα δικαστήρια κ.α. Η τελική απόφαση επιλογής των ηγεσιών θα πρέπει να συμμορφώνεται ή να κινείται στα όρια των αποφάσεων ενός τέτοιου οργάνου. Η πρόσφατη σχετικά εμπειρία νομιμοποίησης σημαντικών μνημονιακών επιλογών από ανώτατα δικαστήρια ως συνταγματικών (π.χ. 668/2012 της Ολομέλειας ΣτΕ) πείθει για το μέγεθος του περιγραφέντος προβλήματος, δηλαδή των περιορισμών της δικαστικής ανεξαρτησίας, ακόμη και με την έννοια της πρόσληψης των βασικών πολιτικών αποφάσεων στην χώρα ως ενός νοητικού ορίου για όσους συναποφασίζουν εντός ενός δικαστικού σχηματισμού.
Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική Δικαιοσύνη χωρίς την βελτίωση και την επωφελή για όλους λειτουργία των δικαστικών θεσμών. Η ίδια η υποκειμενική εμπειρία για όσους και όσες μετέχουν σε αυτούς τους θεσμούς ως συλλειτουργοί τους το αποδεικνύει καθημερινά.
* Ο Δημήτρη Μπελαντής είναι δικηγόρος, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθηνών
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.