Οι εκλογές τελειώνουν πάντοτε μόνον όταν κλείσουν οι κάλπες – και μέχρι τότε, ότι και να πει κανείς, δεν είναι οριστικό και δεδομένο. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα όλων είναι ότι την ερχόμενη Κυριακή θα υπάρξει μια μεγάλη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα: συμφωνούν σε αυτό όλες οι δημοσκοπήσεις, συμφωνούν όλες οι πολιτικές εκτιμήσεις, συμφωνούν όλες οι ξένες αναλύσεις και αναφορές, αλλά, όπως φαίνεται, συμφωνεί πάνω απ’ όλους και η ίδια η κυβέρνηση, η οποία μιλά εδώ και ημέρες μόνον ως αντιπολίτευση της αντιπολίτευσης…
Το γεγονός ότι ο πολιτικός λόγος της Ν.Δ. δεν είναι πια τίποτα άλλο από μία συνεχής προσπάθεια ανάσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ, κάθε άλλο δείχνει παρά μια εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στο αποτέλεσμα των εκλογών. Αυτό δε ισχύει πλέον πολύ περισσότερο για το ΠαΣοΚ, το οποίο, απειλούμενο και από τον Γιώργο Παπανδρέου, ξέχασε εντελώς τις απειλές και ήδη απλώνει δίχτυα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ – οι καιροί αλλάζουν…
Όμως, όσο κι αν η ελληνική πολιτική σκηνή παρουσιάζει συστηματικά τέτοιες ιλαρές – όσο και επικίνδυνες – όψεις, αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο και για τους μετεκλογικούς συνομιλητές της ερχόμενης κυβέρνησης, δηλαδή, ουσιαστικά, το Βερολίνο. Εκεί, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, καθώς οι Γερμανοί δεν πρόκειται να καθίσουν ήσυχα: θα αντιδράσουν, γιατί, αν δεν το κάνουν, θα γκρεμιστούν δια μιας όλα όσα εδώ και πέντε χρόνια, μέσα από την κρίση χρέους, βρήκαν την ευκαιρία να χτίσουν προς όφελος της χώρας τους, εις βάρος φυσικά όλου του νότου της Ευρώπης.
Αλλωστε, η αντίδραση φαίνεται ήδη και από τη στάση της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά και από τις δημοσκοπήσεις στις οποίες το 81% των Γερμανών πολιτών φέρεται να είναι εναντίον της ελληνικής παραμονής στην ευρωζώνη, την ώρα που ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών κάνει άνοιγμα προς την Ελλάδα για το χρέος και για τη λιτότητα, επικουρούμενος και από πολλούς άλλους διεθνώς που βλέπουν που οδηγεί η γερμανική πολιτική όχι μόνον την Ελλάδα, αλλά την Ευρώπη στο σύνολό της.
Κι αυτό, ενώ το Βερολίνο έχει πολλάκις ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους δύο πράγματα: πρώτον ότι δεν θα δεχθεί ούτε καν να συζητήσει αλλαγές στο ελληνικό πρόγραμμα και, δεύτερον, ότι αποκλείει εντελώς κούρεμα ελληνικού χρέους. Πρέπει λοιπόν άπαντες να προβληματιστούν σοβαρά: γιατί πρώτα οι Γερμανοί οδήγησαν ουσιαστικά την κυβέρνηση Σαμαρά στη σφαγή; Και, μετά, αφού το έπραξαν αυτό με μια τόσο φίλια κυβέρνηση, τι θα κάνουν με μία άλλη αν αυτή τους αμφισβητήσει την πλήρη ηγεμονία; Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: αν αντιδράσει, θα της κάνουν τη ζωή κόλαση. Το γιατί σχετίζεται με την βαθύτερη ουσία όλων όσων εξελίσσονται και τα οποία, δυστυχώς, η ελληνική πολιτική μάλλον στο σύνολό της δεν έχει ακόμα και τώρα αντιληφθεί.
Όπως προκύπτει ήδη από τα συμπεράσματα του εθνικού συνεδρίου των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών τον Νοέμβριο του 2011, η Γερμανία θέλει να προχωρήσει στη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, η οποία περιγράφεται εκεί με σαφήνεια: εκλεγμένος πρόεδρος με μεγάλες εξουσίες, κοινό υπουργείο Οικονομικών, νέα δομή ευρωκοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης και οργάνωσης της Ευρωπαικής Επιτροπής προς όφελος των μεγάλων κρατών. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να τελειώσουν οριστικά και αμετάκλητα με όλα τα άλλα, ιδίως η υπόθεση των αμφισβητήσεων και των διαφωνιών ως προς την κρίση χρέους. Τα ζητήματα αυτά πρέπει να φύγουν απ’ τη μέση.
Η καγκελάριος Μέρκελ, παρά την πρωτοφανή δημοφιλία της στη Γερμανία, διανύει την τελευταία, κατά πάσα πιθανότητα, θητεία της – ίσως μετά να είναι η πρώτη πρόεδρος αυτής της νέας πολιτικής Ευρώπης.
Σίγουρα πάντως ούτε η ίδια, ούτε η Γερμανία στο σύνολό της θα συνεχίσουν να έχουν την κρίση στο επίκεντρο. Θα πάνε παραπέρα για να πετύχουν αυτό που θέλουν. Και εκεί, θα είναι μαζί τους μόνον εκείνοι που θέλουν αλλά και μπορούν, σε μία ουσιαστικά γερμανική Ευρώπη υπό το Βερολίνο, με την Αγγλία εκτός, τη Γαλλία γονατισμένη και ολόκληρο το νότο εντελώς αδύναμο και εξαρτημένο.
Αυτό ακριβώς εξελίσσεται σήμερα. Και, δυστυχώς, ακριβώς αυτό είναι που δεν έχει καταλάβει ακόμα η Ελλάδα, η οποία θα κληθεί τώρα είτε να αποδείξει ότι δεν θα δυσκολέψει πλέον ξανά ποτέ αυτή τη σχεδιασμένη από καιρό πορεία, είτε θα τεθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σύντομα εκτός της.
Αυτό θα βρει όμως μπροστά της η επόμενη ελληνική κυβέρνηση. Και πρέπει να είναι έτοιμη απέναντι σε μια σκληρή επίθεση που, χωρίς αμφιβολία, έρχεται.
Η Γερμανία δεν δίνει πια κανένα περιθώριο στην Ελλάδα να επιβιώσει στο δρόμο για την ολοκλήρωση της πορείας προς τη γερμανική Ευρώπη – και είναι φυσικό, αυτό ακριβώς σημαίνει μια γερμανική Ευρώπη: δεν είναι η Ευρώπη που ξέραμε, ούτε που θέλουμε.
Ετσι, ο δρόμος για τη χώρα είναι πλέον ένας και μοναδικός: η έμπρακτη αμφισβήτηση, όσο επώδυνη κι αν αποφασίσουν να την κάνουν. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει, παρά μόνον αυτός.