Μια και βρισκόμαστε και πάλι σε περίοδο εκλογών (που ενδημούν στη χώρα μας), ας αναχθούμε σε μερικές αδρομερείς πτυχές ορισμένων βασικών «εκλογικών λέξεων», για να πάρουμε μια ιδέα των περιπετειών τους.
Εκλογές. Ηδη το γεγονός ότι η λέξη εκφέρεται σε πληθυντικό στα Ελληνικά και σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. elections, γαλλ. élections, γερμ. Wahlen) δηλώνει μια αίσθηση «πλησμονής», μια ιδιαίτερα σημαντική διαδικασία εκλογής κυβερνητών, δηλ. διαχειριστών τής ζωής ενός λαού. Διαδικασία κοινοβουλευτικών εκλογών με τη σημερινή μορφή καθιερώνεται μόλις τον 17ο αιώνα. Και γίνεται μεν λόγος για «εκλογή αρχόντων» ήδη στον Πλάτωνα (Πολιτεία 535a6), αλλά πρόκειται για «επιλογή» μάλλον και όχι για εκλογή, ίσως επειδή η ανάδειξη σε διάφορα αξιώματα στην Αθηναϊκή δημοκρατία διενεργείτο κυρίως διά κληρώσεως. Το ίδιο το ρήμα εκλέγω σημαίνει «επιλέγω, διαλέγω», ενώ ο εκλογεύς είναι «ο συλλέκτης φόρων», ο «εφοριακός!» (το ρήμα εκλογέω σημαίνει «συλλέγω», ενώ το εκλογούμαι σημαίνει «ζητώ συγγνώμη», απολογούμαι που λένε στην Κύπρο (από το αγγλ. apologise, δάνειο από την Ελληνική με άλλη βεβαίως σημασία). Αρα το εκλέγω (διά ψηφοφορίας σε εκλογές), όπως και το εκλογές (διαδικασία εκλογών) είναι νεότερες σημασιολογικές δηλώσεις με ειδικό πλέον θεσμικό περιεχόμενο, ενώ το σημερινό εκλογέας πήρε από το εκλογές νέο περιεχόμενο, τη σημερινή του σημασία (ανασημασιολόγηση). Βεβαίως, η εκλογομανία μας χρονολογείται ως λέξη από το 1889, ενώ το σχόλιο (1895) τής εφημερίδας «Αστυ» για τον νεολογισμό εκλογεύομαι (προσφεύγω σε εκλογές), ότι «Οι Ελληνες ο μάλλον πολιτικολογών και εκλογευόμενος λαός τής υφηλίου», έστω στην υπερβολή του, φαίνεται ότι μάς χαρακτηρίζει και σήμερα.
Ψήφος. Εν πρώτοις, η ψήφος (θηλυκό), το αρσενικό (ο ψήφος) είναι νεότερος τύπος από τα πολλά αρσενικά ουσιαστικά σε -ος (π.χ. ο λόγος, ο κήπος, ο τόπος). Πολύ συχνή αρχαία λέξη (πβ. π.χ. Πλάτωνος Τίμαιο 51d : «ώδε ουν την γ’ εμήν αυτός τίθεμαι ψήφον»), που αρχικά σήμαινε «πετραδάκι, βότσαλο, χαλίκι», υλικό που χρησιμοποιούσαν για αρίθμηση και υπολογισμό, αργότερα δε και για δήλωση προτίμησης σε εκλογές ή αποφάσεις (ρίχνονταν σε υδρία και καταμετρώνταν μετά), χρωματισμένα μάλιστα λευκά (υπερψήφιση) ή μαύρα (καταψήφιση). Στα κείμενα τής αρχαίας έχουν μεγάλη συχνότητα λέξεις όπως ψήφος, ψηφίζω, επιψηφίζω/διαψηφίζω (θέτω σε ψηφοφορία), καταψηφίζομαι (καταψηφίζω), ψήφισις, επιψήφισις, καταψήφισις, ψηφοφόρος, ψηφοφορώ /ψηφηφορώ, ψηφοφορία/ψηφηφορία, ψηφοθήκη (κάλπη). Παρατράγουδα σε ψηφοφορίες φαίνεται ότι γεννήθηκαν από παλιά, όπως δηλώνει η λ. ψηφοποιός, που δήλωσε αυτόν που παραποιεί ή αλλοιώνει ψήφους κατά την ψηφοφορία. Αργότερα, από τον 12ο αιώνα μαρτυρείται και λ. ψηφοφαγώ, που δίνει αφορμή στον Αδ. Κοραή να γράψει στα Ατακτά του «ψηφοφαγεί· εκείνος όστις, χαριζόμενος ή δωροδοκούμενος, εκλέγει τον ανάξιον εκλογής δίδων την ψήφον του. Εκ τούτου δυνάμεθα να πλάσωμεν και επίθ. ψυχοφάγος, ψηφοφάγον ονομάζοντες τον αδίκως ψηφοφορούντα, τον τρεφόμενον από ψήφους. Τ’ όνομα είναι χρήσιμον εις ημάς, τώρα μάλιστα, ότε η ελευθερία μάς έδωκε και των αρχαιρεσιών την άδειαν, εκ τής οποίας δυνατόν να γεννηθή και ο πειρασμός τής ασεβούς ψηφοφαγίας». Τελικά, και ψηφοφαγία υπήρξε, αφού από το 1850 μαρτυρείται η ψηφοθηρία, που την ευνοεί, με ψηφοθήρες να εμφανίζονται γλωσσικά από το 1870. Στα χρόνια που ακολούθησαν (τέλη 19ου αιώνα) εμφανίστηκαν και ψηφοκάπηλοι και ψηφοκάτοχοι και ψηφομεσίται και ψηφοπώλαι και ψηφοπαραγωγοί και ψηφοδεσπόται και ψηφούχοι, ακόμη και ψηφοπαζαρίτες! Ο διεκδικών θέση που προϋπέθετε εκλογή, ο «υπό ψήφον» τελών, ονομάστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους υπόψηφος και υποψήφιος (ιδίως για εκκλησιαστικά αξιώματα) και η ενέργεια τής υποψηφιότητας δηλώθηκε με το ρήμα υποψηφίζομαι «είμαι υποψήφιος».
Κάλπη. Η σημασία τής κάλπης ως ψηφοδόχου είναι ήδη αρχαία. Κάλπη και κάλπις (-ιδος) ήταν η υδρία, ένα δοχείο για ποικίλες χρήσεις (ακόμη και τεφροδόχης), μια μορφή στάμνας, που αναδιαμορφώθηκε σε στάμνα με σχισμή στο επάνω μέρος για να λειτουργεί ως ψηφοδόχος (η λ. ψηφοδόχος είναι νεότερη λόγια λέξη). Αυτή η κάλπη δεν συνδέεται ετυμολογικά με την ομόηχη αρχαία επίσης λέξη κάλπη, που σήμαινε τον τροχασμό, τον καλπασμό (ομόρριζη τού καλπάζω). Αντίθετα, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, έχει άμεση σχέση με μια σειρά λέξεων που σχετίζονται με τις εκλογές στη χώρα μας, τη λέξη καλπονόθευση (1855) και καλπονοθεύω (1870) με παράγωγα όπως καλπονοθεία, καλπονοθευτής, καλπονοθευτικός. Αλλά προς γλωσσική παρηγορία μας δεν έχει η κάλπη μας καμία (γλωσσική εννοώ) σχέση με το κάλπικος. Αυτή προήλθε από το κάλπης που είναι δάνειο από την Τουρκική, από το τουρκ. kalp, το οποίο σήμαινε «απατεώνας, υποκριτής».
Κόμμα. Εκλογές χωρίς κόμματα δεν νοούνται. Οι αρχαίοι Ελληνες, μολονότι βαθύτατα πολιτικοποιημένοι, δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη κόμμα. Η λέξη αυτή, από το κόπτω, είχε κυρίως τη σημασία «κομμάτι» και «κομμένο νόμισμα» και στο γραπτό κείμενο δήλωσε το γνωστό σημείο στίξεως, το «κόμμα». Η σημερινή σημασία τού κόμματος –τηρουμένων πάντα των αναλογιών –δηλωνόταν από λέξεις όπως μερίς και φ(ρ)ατρία. Σποραδικά, λ.χ. στον Μ. Βασίλειο («τότε αρχιερείς ενεδείκνυντο και Φαρισαίοι και παν εκείνο το κόμμα το Ιουδαϊκόν») και στον λεξικογράφο τού 5ου αιώνα, τον Ησύχιον («κόμμα καινόν· ου μόνον επί τού νομίσματος, αλλ’ ήδη και επί των καινών πολιτών»), αναφέρεται η λέξη κόμμα με παραπλήσια προς τη σημερινή σημασία. Ισως αυτή η παράδοση συνετέλεσε στην απόδοση τής γαλλικής, θεσμικής πλέον, λέξης partie με τη λ. κόμμα αντί τής λέξης μερίς. Στα τέλη πάλι τού 19ου αιώνα μια ομοβροντία λέξεων εκφράζει γλωσσικά το πολιτικό κλίμα. Σταχυολογώ μερικά από τον Κουμανούδη: κομματοκρατία, κομματομιξία, κομματαρχία, κομματοσύνη, κομματοδουλοσύνη –κομματίτις, κομματοζυγός, κομματοδεσπότης, κομματικομαθέστατος.
Τελικά, όπως γράφουν ήδη δύο ελληνικές εφημερίδες τής περιόδου 1895-1897, μήπως «η Ελλάς κομματοκρατείται»;
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ