Η αυτοαναφορικότητα είναι δυστυχώς μία σοβαρή, διαχρονική παθογένεια της χώρας. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας έχει διαχρονικά την πεποίθηση ότι είμαστε ο περιούσιος λαός, το κέντρο της γης· ότι οι υπόλοιποι λαοί είτε μας χρωστούν είτε εξυφαίνουν διαρκώς συνωμοσίες σε βάρος μας.
Στις ημέρες μας, η πεποίθηση αυτή ανάγεται κυρίως στο γεγονός ότι ο μέσος συμπολίτης μας πάσχει από ένα σοβαρό πληροφοριακό έλλειμμα, το οποίο και τον εμποδίζει από τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων για το ατομικό και το συλλογικό του μέλλον: συχνά δεν γνωρίζει, αλλά και δεν φροντίζει να ενημερωθεί (έστω διαδικτυακά) για το τι συμβαίνει στη γειτονιά μας, την κοντινή και τη μακρινή, εντός και εκτός ΕΕ· ποια είναι τα χειρότερα ή και ποια τα καλύτερα που μπορεί να μας περιμένουν.
Βλέπω συχνά πόσο αλλαγμένοι επιστρέφουν οι φοιτητές μας –το πραγματικό άλας της ελληνικής γης– όταν ολοκληρώνουν ένα εξάμηνο Erasmus σε κάποιο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο. Και σκέπτομαι ότι θα ήταν ευχής έργο αυτό το πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών να διευρυνθεί και να καλύψει ακόμη περισσότερους φοιτητές· διότι αυξάνει την εθνική μας αυτεπίγνωση.
Όμως και πάλι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού παραμένει στο σκοτάδι ως προς τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν σε άλλες χώρες. Και η αλήθεια είναι ότι η κατάσταση στον περίγυρό μας έχει δυσκολέψει αισθητά, ενώ τα περιθώρια ελιγμών είναι μικρά ακόμη και για παραδοσιακές δυνάμεις του ευρωπαϊκού χώρου, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία. Αλλού δε η σύγκριση θα πρέπει να μας προβληματίσει ακόμη περισσότερο: λ.χ. υπάρχουν δανειστές μας όπως η Σλοβακία και η Εσθονία, που διατηρούν κατώτατο μισθό στα 327 € και 290 € αντιστοίχως· αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η Εσθονία, παρά το μικρό δέμας της, είναι μία χώρα εξαιρετικά προηγμένη τεχνολογικά, όπου λ.χ. όλες οι συναλλαγές με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς διεκπεραιώνονται ταχύτατα με τη χρήση μιας κάρτας. Και είναι κρίσιμο εδώ να αντιληφθούμε ότι (και) από αυτές τις χώρες και τα κοινοβούλιά τους ζητούμε διαγραφή χρεών αλλά και ευνοϊκώτερους δανειακούς όρους. Η δυσκολία του εγχειρήματός μας είναι μάλλον πρόδηλη· και τούτο, ανεξάρτητα από τις ευθύνες που αναμφίβολα φέρουν και οι δανειστές μας για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει.
Νομίζω ότι είναι καιρός πλέον να συμφωνήσουμε όλοι σε μία κοινή συνισταμένη: Οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για βιώσιμη εθνική ανάταξη διέρχεται αναγκαία μέσα από την αυτεπίγνωση (και δεν εννοώ εδώ το ελιτίστικο αυτομαστίγωμα που αφθονεί στις ημέρες μας, συχνά ανακριβολογώντας). Μία αυτεπίγνωση που συνυφαίνεται άμεσα με την απαγκίστρωση από την αυτοαναφορικότητα και τον αναπροσδιορισμό της σχέσης μας με το διεθνές περιβάλλον. Τον διεθνή σεβασμό θα τον κερδίσουμε με τις δικές μας δυνάμεις, μέσα από τα σύγχρονα επιτεύγματά μας, ιδίως δε μέσα από την καινοτομία και την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, που θα δημιουργήσουν και διατηρήσιμες (…όχι εδώδιμες) θέσεις εργασίας. Με την αυτοθυματοποίηση και την επίκληση –από το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου– μιας, ακατανόητης για τους ξένους, «ελληνικής ιδιαιτερότητας» μάλλον δεν θα πείσουμε κανέναν. Αν συνεχίσουμε δε να πορεύομαστε με τη μεταφυσική πίστη ότι μας χρωστάει η ιστορία, η σύγκρουση του εθνικού μας μύθου με την πραγματικότητα θα είναι σφοδρότατη, με άδηλες συνέπειες για το μέλλον του τόπου.
Το 1992, ο Παναγιώτης Κονδύλης, γνωστός ίσως περισσότερο για τις αμφιλεγόμενες απόψεις του για τα ελληνοτουρκικά –για τις οποίες και έχει συχνά επικριθεί–, προέβλεπε με ακρίβεια τις συνέπειες που θα είχε για τη χώρα μας ο
υπέρογκος κρατικός δανεισμός σε συνδυασμό με τον απερίσκεπτο «παρασιτικό» καταναλωτισμό μας: μιλούσε, συγκεκριμένα, για «αυστηρή δίαιτα εξυγίανσης», «επαναφορά του βιοτικού επιπέδου στο ύψος των πραγματικών δυνατοτήτων της οικονομίας», απώλεια αυτονομίας ως προς τη λήψη εθνικών αποφάσεων. Εντόπιζε δε, εξίσου εναργώς, μία από τις βασικές αιτίες της ανορθολογικής μας συμπεριφοράς: την αδυναμία μας να διακρίνουμε τη διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα· έγραφε μεταξύ άλλων: «Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί […] περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού· γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητές του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας» (Π.Κονδύλης, Επίμετρο στην «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο», 1992).
Αυτή τη στιγμή, το τρένο της εθνικής μυθολογίας τρέχει να συναντήσει τον τοίχο της εθνικής πραγματικότητας. Η μοιραία σύγκρουση μπορεί πάντως να αποφευχθεί. Αρκεί, έστω και τώρα, οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις να αποδεχθούν ότι η τύχη της χώρας είναι πιο σημαντική από τη δική τους τύχη, να ομονοήσουν στα βασικά και να συνεννοηθούν με υπευθυνότητα για το άμεσο μέλλον αυτού του τόπου – και δεν εννοώ εδώ απαραίτητα το ζήτημα της προεδρικής εκλογής, αλλά αυτό που έρχεται μετά: την κρίσιμη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Θα πρέπει όμως πρώτα να πουν στον ελληνικό λαό μία σημαντική αλήθεια: ότι δυστυχώς ο ελληνικός εξαιρετισμός υπάρχει μόνον στο μυαλό μας.
Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών