Στην ταβέρνα. Με τον µουσακά µου αλλά και με την (εξάχρονη) Μαρινίκη στο διπλανό τραπέζι: «Δεν θέλω μακαρόνιααα!». Οι γονείς της επιμένουν σε έναν διάλογο στον οποίο, είναι εμφανές, εκείνη δεν συμμετέχει. «Μαρινίκη, πρέπει να φας για να μεγαλώσεις». «Δεν θέλω να μεγαλώσω!». «Γιατί; Ας το συζητήσουμε και έπειτα θα διαβάσουμε «Μικρό πρίγκιπα»». «Δεν θα μεγαλώσω ποτέ!». Η δαιμονισμένη χτυπάει τα χέρια μέσα στο πιάτο και το περιεχόμενό του λούζει τη γιαγιά της. Είμαι έτοιμος, στη μνήμη των γιαγιάδων όλου του κόσμου, να κάνω τα μακαρόνια λάσο και να την κρεμάσω στην είσοδο της ταβέρνας. Οι (φιλοσοφίας ζεν;) γονείς της συνεχίζουν με ηρεμία που δικαιολογείται μόνο αν είναι αποτέλεσμα φαρμακευτικής αγωγής: «Μαρινικουλίνι, λέρωσες τη γιαγιά». «Δεν πειράζει» ψελλίζει η (σοκαρισμένη) γιαγιά, όταν το Μαρινικουλίνι, κοιτώντας την με ύφος «κούκλα που σκοτώνει», φωνάζει «σκάσε!».
Πεπεισμένος ότι το κρέμασμα είναι επιεικής ποινή, φαντασιώνομαι άλλες μεθόδους σωφρονισμού, από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Ιάπωνες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ακούω τη μαμά να λέει: «Τι συμβούλευσε η κυρία Ντίνα να κάνεις όταν πάει να σου ξεφύγει η κακιά λέξη; Να μετράς ως το δέκα…». «Σκάσε, σκάσε, σκάσε!». «Εξήγησέ μου τότε… Μητέρα, μην παρεμβαίνετε, μιλάω με το παιδί. Λοιπόν, γλυκιά μου…».
Θέλω να βουλώσω με μουσακά τα αφτιά μου για να μην ακούω. Θέλω, επίσης, να ρωτήσω την κυρία Ντίνα πώς εξηγoύνται ιατρικώς οι συμπεριφορές της Μαρινικούλας και των δικών της. Από ό,τι κατάλαβα, είναι η ψυχολόγος που συμβουλεύει δύο γονείς πώς να αναθρέψουν ένα ακόμη παιδί… νέας εσοδείας. Από εκείνα που αντιμετωπίζονται από τις οικογένειές τους ως ενήλικοι, από την ημέρα που γεννιούνται. Που μεγαλώνουν διαβάζοντας «Μικρό πρίγκιπα» του Εξιπερί ή ιστορίες της Πότερ από το πρωτότυπο για να μαθαίνουν και ξένες γλώσσες. Που δεν ακούν ποτέ «μη», «όχι», «απαγορεύεται». Που συζητούν τα πάντα με τους μεγάλους, ακόμη και αν λόγω ηλικίας δεν είναι σε θέση να κάνουν διάλογο. Που τα κοριτσάκια δεν παίζουν με κούκλες, ώστε να μην εθιστούν στο αντιπρότυπο γυναίκα-αντικείμενο του σεξ, εκτός αν η κούκλα είναι φτιαγμένη από κουρέλια, έργο των γυναικών του χωριού Ουρούλου Μπάκου Ρούλου του Τόγκο, αγορασμένη σε μπαζάρ για τη στήριξη της Μαύρης Ηπείρου. Που και τα αγοράκια έχουν κούκλα από το Ουρούλου Μπάκου Ρούλου. Που αγόρια και κορίτσια δεν διαβάζουν κόμικς ούτε βλέπουν τηλεόραση για να αποφύγουν την επαφή με τη βία. «Βίαιοι οι Τομ και Τζέρι;». «Βιαιότατοι» απάντησε φίλη που τους έχει… εξορίσει από τη ζωή της κόρης της και μου έφερε ως παράδειγμα τις τηγανιές που ανταλλάσσουν. «Εμείς με αυτά γελούσαμε». «Γιατί δεν ξέραμε». Ενώ σήμερα που… ξέρουμε;
Θαυµάζω την προσπάθεια διαφόρων σύγχρονων οικογενειών να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά τους. Διαπιστώνω, όμως, πόσο δυσλειτουργικά καταλήγουν ενίοτε αυτά τα παιδιά: Δεν ξέρουν να συμπεριφερθούν, να συμβιώσουν με τους άλλους, ούτε να αναζητήσουν την προσωπική τους ευτυχία. Τι φταίει; Δεν αρκούν οι μορφωμένοι γονείς; Οι ψυχολόγοι; Τα καλά σχολεία; Τα μπαλέτα; Τα πιάνα; Οι δημοκρατικές διαδικασίες που διέπουν τη λειτουργία της σύγχρονης οικογένειας; «Χρήσιμα αυτά» λέει ένας φίλος (πατέρας τριών παιδιών), «έχουμε ξεχάσει, όμως, το βασικό: τα παιδιά χρειάζονται όρια». Τα όρια που οι παλαιότεροι προσπάθησαν να επιβάλουν καταφεύγοντας σε μεθόδους που ευτυχώς ξεπεράστηκαν (όπως το ξύλο) αλλά και που στην πορεία τα ξεχάσαμε εντελώς. Οσο, όμως, και αν οι λέξεις «όριο» και «πειθαρχία» παραπέμπουν σε συντηρητικές εποχές, τείνω να πιστέψω ότι μόνο επιβάλλοντας την πειθαρχία με πολιτισμένο τρόπο (και με την απαραίτητη αυστηρότητα), μόνο τότε προστατεύουμε τα παιδιά μας. Τότε εκπαιδεύουμε τη Μαρινίκη που θα μας κάνει υπερήφανους και όχι το Μαρινικουλίνι που κανένας δεν θέλει στη ζωή του.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ