Το δίληµµα είναι απλό: Είστε δίπλα σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Το τρένο πλησιάζει ασταμάτητο, αδιάφορο και φονικό. Πέντε άνθρωποι είναι δεμένοι στις ράγες και ήδη στο πρόσωπό τους είναι ζωγραφισμένη η απόγνωση του αναπόδραστου θανάτου τους. Δεν είναι όμως αναπόδραστος, σε αυτή την εφιαλτική πραγματικότητα τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα: το άγχος τους μπορεί να μετατεθεί σε εσάς. Με την κίνηση ενός μοχλού που βρίσκεται εκεί δίπλα στις ράγες μπορείτε να αλλάξετε την πορεία του τρένου και να τους σώσετε. Τίποτε όμως δεν έρχεται χωρίς τίμημα. Αν τους σώσετε, στις άλλες ράγες είναι δεμένος ένας άλλος άνθρωπος, αθώος και αυτός, αναλώσιμος και αυτός, αγχωμένος και αυτός. Τι κάνετε;
Θα πάρετε πάνω σας την ευθύνη του θανάτου του ενός γνωρίζοντας πως θα γλιτώσουν οι άλλοι πέντε; Ή θα περιμένετε αμέτοχοι και βολεμένοι μέσα στην ακινησία παρακολουθώντας τους πέντε που πέθαναν συναντώντας το τρένο, όμως «δεν πέθαναν εξαιτίας μου»; Μήπως να τους σώσετε; Αλλά, αν ναι, μήπως τελικά είστε φονιάς;
Το δίλημμα μοιάζει απλό αλλά δεν είναι. Απασχολεί θεωρητικούς, φιλοσόφους και χομπίστες εδώ και χρόνια. Τους απασχολεί γιατί εμπλέκει τον άνθρωπο, την ανάγκη του να μην επωμιστεί έξτρα συναισθηματική πόλωση, τον φόβο της επιλογής, την άγρια γοητεία τού να νιώσει Θεός που σώζει (και τερματίζει) ζωές και ασφαλώς τις αναπόφευκτες ενοχές.
Το να πατήσετε το κουµπί χωρίς σκέψη σημαίνει πως είστε ωφελιμιστές, πρακτικοί τύποι, με ισοσκελισμένη λογική. Ισως να σημαίνει και πως είστε ολίγον μεθυσμένοι, καθώς πρόσφατα ένας ερευνητής έθεσε το δίλημμα σε 103 θαμώνες μπαρ ερευνώντας την επιρροή του αλκοόλ στην ενσυναίσθηση του ανθρώπου. Το αποτέλεσμα ήταν σαρωτικό υπέρ της θυσίας του ενός αποδεικνύοντας πως ένας άνθρωπος με αλκοόλ στο αίμα του ζυγίζει τις καταστάσεις αλλιώς, με λιγότερη σκέψη, φτάνει πιο εύκολα στο πρακτικό αποτέλεσμα χωρίς να σκέφτεται (έως το επόμενο πρωί) τις συνέπειες. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο.
Ούτε η ιστορία που ακολουθεί είναι καινούργια: τον Ιούλιο του 1884 το καράβι «Mignonette», ένα ξύλινο σκάφος ναυπηγημένο το 1867, βυθίστηκε 2,5 χιλιόμετρα βόρεια του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Ο καπετάνιος, δύο έμπειροι ναυτικοί και ένα 17χρονο αγόρι είδαν το πλοίο να χάνεται στα νερά διαφεύγοντας με μια σωστική λέμβο μήκους τεσσάρων μέτρων. Τις πρώτες δέκα ημέρες οι ταλαιπωρημένοι επιζώντες έτρωγαν τις προμήθειές τους, τις υπόλοιπες πέντε τα απομεινάρια από μια θαλάσσια χελώνα που ψάρεψαν. Στη συνέχεια έπρεπε να γίνουν δημιουργικοί.
Τρεις ημέρες προτού ανακαλυφθούν από ένα περαστικό γερμανικό πλοίο ο καπετάνιος και ο ένας ναύτης (ο άλλος διαφώνησε) σκότωσαν τον εξαντλημένο, αφυδατωμένο και ούτως ή άλλως ετοιμοθάνατο 17χρονο και επέζησαν με κανιβαλισμό και ενοχές. Μετά τη διάσωσή τους οι δύο επιζώντες-δολοφόνοι συνελήφθησαν και δικάστηκαν σε μία από τις πιο διάσημες δίκες του δυτικού κόσμου, την υπόθεση της Βασίλισσας εναντίον των Ντάντλεϊ και Στίβενς. Καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά απελευθερώθηκαν έξι μήνες αργότερα –μια κοινή παραδοχή της αυστηρής βρετανικής δικαιοσύνης, μια απόφαση που έλεγε πως ναι μεν σκότωσαν, αλλά μήπως τελικά έπρεπε να σκοτώσουν για να ζήσουν;
Τα παραδείγµατα έρχονται από τα διάσημα μαθήματα του Μάικλ Σαντέλ με την ονομασία «Justice» στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Πρόκειται για πανέξυπνα σεμινάρια ποπ αισθητικής που αναλύουν με εκλαϊκευμένο τρόπο ηθικά διλήμματα και (ας δοξάσουμε το Internet) είναι διαθέσιμα δωρεάν στο courses.edx.org και στο justiceharvard.org.
Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος: όποιος τα παρακολουθεί επισταμένως και κάνει μια βόλτα στους δρόμους της κρύας πόλης, περνώντας δίπλα από αστέγους, από κουρασμένους από την επιβίωση ανθρώπους, από όλους όσοι μοιάζουν να έχουν θυσιαστεί για να συνεχιστεί η ζωή μέσα στο σύστημα, που μια παραπαίει, μια στέκεται, δεν μπορεί, θα κάνει συνειρμούς. Και δεν θα είναι ευχάριστοι.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ