Να αφηγηθούμε μια ιστορία εμπορικής καλοσύνης. Μπαίνει μια οικογένεια σε κατάστημα σχολικών ειδών για να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα της χρονιάς. Ο μαγαζάτορας συνομιλεί με άλλους πελάτες, οι οποίο παραπονούνται ότι δεν τα βγάζουν πέρα: έχουν οικονομικές δυσκολίες. Με ύφος γεμάτο κατανόηση λέει ότι θα τους κάνει σκόντο, θα πληρώσουν τα μισά από τις αναγραφόμενες τιμές. Η οικογένεια που περιμένει τη σειρά της, χαίρεται με τη στάση του καλού εμπόρου. Οι ίδιοι συνεχίζουν τις αγορές τους και έρχεται η στιγμή του ταμείου. Τότε ο έμπορος ανακοινώνει: «θα χρειαστεί να πληρώσετε εσείς την έκπτωση που έκανα στους προηγούμενους. Θα κόψω κοινωνικό τιμολόγιο».
Στέκει αυτή η ιστορία; Όχι, δεν στέκει, παρεκτός αν μιλάμε για τη ΔΕΗ. Για να μην ξεχνιόμαστε: η δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού είναι μια ανώνυμη, εισηγμένη εταιρεία. Ελέγχεται από το κράτος αλλά δεν είναι δημόσια. Τι σκαρφίστηκαν λοιπόν κάποιοι: ειδική χρέωση σε 7,5 εκατ. καταναλωτές θα στηρίξει «υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας». Ποιες είναι αυτές: χαμηλή τιμή ρεύματος για τους φτωχούς (Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο) και ηλεκτροδότηση νησιών που έχουν ρεύμα από πετρέλαιο. Ακούγεται ότι η αύξηση στις τιμές θα είναι της τάξης του 25%. Ποιοςτο λέει αυτό; Το λένε διάφοροι αλλά όχι ο υπουργός Περιβάλλοντος.
Ο Γιάννης Μανιάτης, ο αρμόδιος υπουργός, είναι ο μόνος άνθρωπος στην πιάτσα της ενέργειας που δεν έχει ακούσει τίποτε σχετικό. Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του λέγοντας ότι δεν έχει δεχτεί καμία σχετική εισήγηση. Βεβαίως πριν βγει στις τηλεοράσεις να πει ότι δεν έχει ιδέα περί αυξήσεων στα τιμολόγια ΔΕΗ, θα μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να ρωτήσει κάποιον υπεύθυνο στη ρυθμιστική αρχή ενέργειας. Αν πάλι δεν ήθελε να πάρει τον υπεύθυνο, μπορούσε να ρωτήσει κάποιον δημοσιογράφο, που έχει όλο το σχετικό φάκελο.
Να πούμε ότι η έκπτωση στους οικονομικά αδύνατους είναι κάτι σωστό και θεμιτό. Θα ήταν ακόμη πιο σωστό αν η έκπτωση προέκυπτε με άλλο τρόπο, ας πούμε από τον περιορισμό δαπανών της επιχείρησης ηλεκτρισμού. Θα ήταν ακόμη πιο σωστό αν βοηθούσαν τις ευπαθείς ομάδες με τα χρήματα που δίδονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εκεί κι αν είναι αλλόκοτα τα πράγματα: ο επενδυτής αναλαμβάνει να τοποθετήσει μια ανεμογεννήτρια, την οποία πληρώνει ο καταναλωτής μέσα από τον λογαριασμό. Κατόπιν ο επενδυτής πωλεί την ενέργεια σε προνομιακή τιμή, την οποία πάλι εξοφλεί ο καταναλωτής. Θα ήταν ακόμη πιο σωστό να δρομολογηθούν οι επενδύσεις για τη διασύνδεση των νησιών, για τα οποία οι υπόλοιποι καταναλωτές πληρώνουν λόγω ολιγωρίας των παραγόντων.
Ιδού τι θα μπορούσε να εξηγήσει ο Μανιάτης, ο οποίος δεν ξέρει τίποτε περί αυξήσεων: γιατί ξοδεύονται για την ηλεκτροδότηση της Κρήτης 400 εκατομμύρια ευρώ (πληρώνονται από τους υπόλοιπους καταναλωτές ως «ειδική χρέωση») ενώ θα μπορούσε να υλοποιηθεί η επένδυση για τη διασύνδεση, που κοστίζει 1,2 δισ. ευρώ; Απόσβεση σε 3 χρόνια. Πάντως ξεκινούν τα έργα για τη διασύνδεση των Κυκλάδων, περί τα 20 χρόνια μετά την αρχική απόφαση. Κάτι είναι κι αυτό.
Για να κλείσουμε το θέμα. Εάν όλα τούτα είναι φαντασιοκοπήματα στελεχών του κλάδου της ενέργειας, ο υπουργός Περιβάλλοντος έχει το περιθώριο να τοποθετηθεί επισήμως. Να εκδώσει ανακοίνωση όπου ρητά θα δεσμεύεται για τη διατήρηση της τιμής του ρεύματος στα σημερινά επίπεδακαι να προβεί σε όλες τις σχετικές ενέργειες. Αραγε θα το κάνει; (Ρητορικό το ερώτημα…)