Οι γεωπολιτικές αναταράξεις, αποτέλεσμα των συνεχών κρίσεων σε διάφορα σημεία του πλανήτη, επηρεάζουν, μεταξύ άλλων, και την αγορά ενέργειας. Η τελευταία επιζητεί αξιόπιστους δρώντες που θα εξασφαλίζουν την αδιάλειπτη ροή υδρογονανθράκων και ένα σταθερό περιβάλλον που θα διασφαλίζει τις επενδύσεις. Αντ’ αυτού, οι πρόσφατες κρίσεις εντείνουν το αίσθημα ρευστότητας και κλονίζουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, αυξάνοντας το ρίσκο εμπλοκής τους στην ανάπτυξη νέων ενεργειακών πεδίων και τεχνολογιών.
Το παζλ στη Γηραιά Ηπειρο συμπληρώνεται με την ανάδειξη νέων αμφιλεγόμενων μορφών ενέργειας, όπως το σχιστολιθικό αέριο, την επιστροφή σε παραδοσιακά καύσιμα, όπως ο γαιοάνθρακας και ο λιγνίτης, την αποστασιοποίηση από την πυρηνική ενέργεια (παρότι καθαρότερη και συγκριτικά φθηνότερη), την προσπάθεια ανάπτυξης ΑΠΕ (Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας), αν και επί του παρόντος η βιωσιμότητά τους κρίνεται αμφίβολη, και τέλος την εξοικονόμηση σε βιομηχανία, κτίρια, μελλοντικά και μετακινήσεις.
Ετσι, η τάση αυτή τη στιγμή πανευρωπαϊκά δείχνει προς τη μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου, αφού η αγορά είναι πλέον υπερ-συμβολαιοποιημένη, και δη με μακροχρόνιες συμβάσεις, η πλειονότητα των οποίων αναθεωρείται υπό το πρίσμα των νέων οικονομικών δεδομένων. Η διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών δικτύων, η βελτίωση και ανάπτυξη των υποδομών, η δυνατότητα πρόσβασης τρίτων σε αγωγούς που δεν μπορούν να «γεμίσουν» με το αέριο ενός εισαγωγέα και η αύξηση των αποθηκευτικών χώρων αποτελούν εξίσου προτεραιότητες της ΕΕ.
Είναι όμως όλα αυτά αρκετά για να κάμψουν την επιρροή που ασκούν οι τωρινοί κυριότεροι προμηθευτές της Ευρώπης στις ενεργειακές διεργασίες;
Η κλιμακούμενη κρίση στις σχέσεις μας με τη Ρωσία υπογραμμίζει από τη μία την ανάγκη βελτίωσης των όρων εξάρτησης αλλά και τον υψηλό βαθμό αλληλοσυμπληρωματικότητας, ο οποίος δεν επιτρέπει μονομερείς ενέργειες. Πέραν αυτού, Ιράκ και Λιβύη βρίσκονται σε ασταθές χάος και εύλογα προς το παρόν εκτός ενεργειακού κάδρου. Το Τουρκμενιστάν είναι εμφανώς προσανατολισμένο προς την ασιατική αγορά και το Ιράν, ο μεγαλύτερος δυνητικός τροφοδότης μας, παραμένει σε διεθνή απομόνωση, ενώ οι δυσλειτουργικές υποδομές του προϋποθέτουν σημαντικό χρόνο πριν να είναι σε θέση να αξιοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητές του. Επιπλέον μειονέκτημα για την προοπτική της Τεχεράνης αποτελεί η διαδρομή, αφού πρόκειται να διέλθει από αποσταθεροποιημένα σημεία, καθώς και την Τουρκία, με την τελευταία να μετατρέπεται σε Ουκρανία του Νότου και ενεργειακό πνεύμονα της Ευρώπης, στοιχείο που μόνο επιθυμητό δεν είναι, από την οπτική των ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Ωστόσο, ακόμη και στις λιγότερο «επίφοβες» περιπτώσεις αδυνατούμε να διασφαλίσουμε σημαντικές ποσότητες αερίου. Πιο συγκεκριμένα, αθροίζοντας το πολυδιαφημιζόμενο αέριο του Αζερμπαϊτζάν με το βορειοαμερικανικό σχιστολιθικό και τις εισαγωγές από την Ανατολική Μεσόγειο, οι τελικές ποσότητες δεν υπερβαίνουν το 10% της συνολικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης.
Το γεγονός ότι το 2035 οι εισαγωγές αερίου της Γηραιάς Ηπείρου θα εκτοξευθούν από το 66% που βρίσκονται σήμερα στο 84%, σε συνάρτηση με τις μειούμενες δυνατότητες της Βόρειας Θάλασσας, που αυτή τη στιγμή μας τροφοδοτεί με 110 δισ. κ.μ., δημιουργούν συνθήκες πίεσης για την ευρωπαϊκή αγορά και ασφαλώς απαγορεύουν τους πειραματισμούς αναζήτησης ενέργειας σε πηγές πλούσιες μεν σε πόρους, με ευμετάβλητο καθεστώς δε.
Τα προαναφερθέντα καταδεικνύουν τη συνθετότητα των περισσότερων εναλλακτικών και κατ’ επέκταση την πολυπλοκότητα στη συμπερίληψη αερίου από «προβληματικές» περιοχές στους άμεσους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς. Το μέχρι πρόσφατα ευρωπαϊκό πλεονέκτημα της οικοδόμησης εμπιστοσύνης μέσα από επενδύσεις και εμπορικές συναλλαγές ίσως να αποδυναμώνεται λόγω της οικονομικής κρίσης, όμως δεν εκμηδενίζεται και πρέπει να τύχει κατάλληλης χρήσης. Η προβλεψιμότητα αποτελεί προαπαιτούμενο για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασφάλιση συνεχούς εφοδιασμού, ενώ η επιλογή των όποιων εταίρων πρέπει να γίνει στη βάση μακροημέρευσης των σχέσεων.
Την ίδια στιγμή που επικρατεί αναβρασμός στην ευρύτερη περιοχή, υπό προϋποθέσεις, η χώρα μας ως δυνάμει διαμετακομιστής και αργότερα παραγωγός δικαιούται να αποκτήσει λόγο επί των διεργασιών, αρκεί να αποδειχθεί ότι μπορεί να συμβάλει –έστω και κατά το ελάχιστο –στην ευρωπαϊκή ασφάλεια τροφοδοσίας. Η έμφαση στη δημιουργία υποδομών (αποθηκευτικών χώρων), όπως και ο εκσυγχρονισμός της μονάδας LNG στη Ρεβυθούσα, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη νέου πλωτού τερματικού σταθμού, αν αξιοποιηθούν ορθολογικά, μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα περιφερειακό κόμβο ενέργειας, στοιχείο που υπερβαίνει κατά πολύ τα περιορισμένα οφέλη ενός διαμετακομιστή. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο εκτός από τη μετεξέλιξή μας σε άξονα διάθεσης, διασφαλίζουμε και την επάρκεια της αγοράς μας σε περιόδους κρίσης.
Το συγκριτικό μας αβαντάζ συνίσταται αφενός στη διακριτική μας απόσταση από τα «καυτά» πεδία αντιπαράθεσης, αφετέρου στην τάση σταθεροποίησης σε έναν επισφαλή περίγυρο, που ενδέχεται να οδηγήσει σταδιακά στην αποκατάσταση του περιφερειακού μας ρόλου.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ