Η οργάνωση, συνολικά της δημόσιας διοίκησης από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, έχει βασιστεί σε μια συγκεντρωτική δομή τα χαρακτηριστικά της οποίας υπερβαίνουν τη σχέση επιβολής της κεντρικής εξουσίας στα υπόλοιπα επίπεδα διοίκησης και αυτοδιοίκησης.
Το στοιχείο του συγκεντρωτισμού είναι τόσο βαθύ που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποτελεί εγγενές πλέον χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας και ίσως όχι μόνο αυτής. Οι συγκεντρωτικές συμπεριφορές συναντώνται κατά κόρον, πέρα από τους κεντρικούς φορείς (Υπουργεία, Γενικές Γραμματείες κλπ) και σε φορείς, των οποίων οι πολιτικές ηγεσίες παρουσιάζονται ως οι κατεξοχήν υπέρμαχοι της αποκέντρωσης.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τόσο στις Περιφέρειες, όσο και στους Δήμους, οι συγκεντρωτικές αντιλήψεις διέπουν τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, αναπτυξιακό, διοικητικό). Η αυτοδιοίκηση, της οποίας βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η εγγύτητα στην τοπική κοινωνία, στην πραγματικότητα λειτουργεί απομακρυσμένα από τον πολίτη και την τοπική επιχείρηση, προκαλώντας ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης στην τοπική κοινωνία, ως προς το κατά πόσο οι αποφάσεις που λαμβάνονται ανταποκρίνονται στις πραγματικές της ανάγκες.
Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί η μη λειτουργία οργάνων που προβλέφθηκαν θεσμικά από τον Καλλικράτη και τα οποία ουσιαστικά ουδέποτε ενεργοποιήθηκαν από την πλειονότητα των ΟΤΑ, με ευθύνη κατά κύριο λόγο των αυτοδιοικητικών αρχών, όπως για παράδειγμα η επιτροπή διαβούλευσης ή ακόμα και ο συμπαραστάτης του δημότη και της επιχείρησης. Τα προαναφερόμενα όργανα έδιναν, έστω και σε έναν περιορισμένο βαθμό, τη δυνατότητα θεσμοθετημένη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στη λήψη των στρατηγικών αποφάσεων (Επιχειρησιακά Προγράμματα, κλπ) αλλά και του ελέγχου της τοπικής κοινωνίας στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών των φορέων.
Ταυτόχρονα, εξίσου σημαντικά είναι και τα ζητήματα τα οποία προκύπτουν σε σχέση με την κάθετη και οριζόντια συνεργασία μεταξύ των ίδιων των φορέων της δημόσια διοίκησης. Ως προς την πρώτη διάσταση, η διασύνδεση στη λήψη των αποφάσεων με τα υπόλοιπα επίπεδα, τόσο της κεντρικής διοίκησης (συμπεριλαμβανομένου και των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων) όσο και με αυτό των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ περιορίζονται στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε επίπεδο προσωπικών παρεμβάσεων και ατομικών διαβουλεύσεων μεταξύ των εκπροσώπων των πολιτικών ηγεσιών των διαφορετικών φορέων.
Η συγκεκριμένη λογική έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό την αποσπασματικότητα, στερείται στρατηγικού σχεδιασμού, ενώ πολλές φορές προκαλεί ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα των παρεμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να προκαλέσει τα επιθυμητά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, η απουσία ενός πλαισίου (επιτελικού, συντονιστικού) που να ευνοεί την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των φορέων του ίδιου επιπέδου ( είτε μέσω της παροχής κινήτρων, είτε ακόμα και μέσω της άσκησης ελέγχου και επιβολής κυρώσεων όπου κριθεί αναγκαίο), σε ότι αφορά αποφάσεις και παρεμβάσεις τοπικού και υπερτοπικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με το έλλειμμα κουλτούρας συνεργασιών (το οποίο προφανώς δεν είναι άσχετο με τις κυρίαρχες συγκεντρωτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές), προκαλούν ιδιαίτερο πρόβλημα αναφορικά με την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Η αδυναμία εφαρμογής στρατηγικού σχεδιασμού αποτυπώνεται πρακτικά στο χώρο της αυτοδιοίκησης (και στα δύο επίπεδα) από την υποτυπώδη εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων και την έλλειψη της συνειδητοποίησης εκ μέρους των περιφερειακών (και δημοτικών) αρχών της σημαντικότητας τους ως εργαλεία στρατηγικού σχεδιασμού.
Σήμερα, διανύοντας μια περίοδο έντονης κρίσης η αναγκαιότητα ουσιαστικής καθιέρωσης μιας πολυεπίπεδης διακυβέρνησης αποτελεί πιο πολύ παρά ποτέ μια αναγκαιότητα που θα δημιουργήσει τα θετικά πολλαπλασιαστικά οφέλη για την κοινωνία, την οικονομία και τους ίδιους τους θεσμούς του κράτους.
Εκτός από την πρόβλεψη των μηχανισμών και του θεσμικού πλαισίου που θα διασφαλίσουν την ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών μεταξύ των φορέων των διαφορετικών (ή και ίδιων) επιπέδων διοίκησης, καθώς και την ουσιαστική συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στη λήψη των αποφάσεων, ως βασικός παράγοντας προς μια τέτοια κατεύθυνση θα πρέπει να θεωρηθεί η συνεπής αντιμετώπιση από μέρους των φορέων, προκειμένου σταδιακά να καλλιεργηθεί μεταξύ όλων των εμπλεκομένων ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, το οποίο ενδεχομένως με το πέρασμα του χρόνου θα δημιουργήσει έναν ενάρετο κύκλο, με τα όποια πολλαπλασιαστικά οφέλη αυτός μπορεί να επιφέρει για το κοινωνικό- οικονομικό γίγνεσθαι στη χώρα.
* Η Μαρία Γιαννακάκη είναι υποψήφια Περιφερειάρχης Αττικής της ΔΗΜΑΡ