Ο υπουργός Οικονομικών κ.Γ. Στουρνάρας τα άκουσε για τα καλά τη Δευτέρα το βράδυ.Οι ομόλογοί του έδειξαν γι ακόμη μια φορά την καχυποψία που τρέφουν για την Ελλάδα, τον επέκριναν επειδή δεν έχει ακόμη συμφωνήσει για τα μέτρα της επόμενης περιόδου και σχεδόν τελεσιγραφικά τον κάλεσαν να έχει έλθει σε συμφωνία με τον Πολ Τόμσεν το αργότερο μέχρι την Κυριακή.

Ούτε εκθέσεις προόδου, ούτε ευγένειες, ούτε γαλαντομίες, ούτε ένα καλό λόγο δεν είχαν για τον κ.Στουρνάρα, παρά μόνο απαιτήσεις για μέτρα και ακόμη περισσότερα μέτρα μέχρι τελικής πτώσεως.
Το οικονομικό κογκλάβιο των Βρυξελλών με τα χίλια ζόρια αναγνωρίζει τη δημοσιονομική πρόοδο και όταν αναγκάζεται από τα αποτελέσματα το κάνει με μισή καρδιά, επειδή τα θεωρεί πρόσκαιρα,επισφαλή και ανατρέψιμα με την πρώτη ευκαιρία.
Αυτή είναι η πεποίθηση της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ των Βρυξελλών για την Ελλάδα και βάσει αυτής αντιμετωπίζουν τη χώρα μας και την πολιτική ηγεσία της.
Στον κ. Σαμαρά δεν συγχωρούν τη συμμετοχή του στην ανάπτυξη του αντιμνημονιακού κλίματος όταν ήταν στην αντιπολίτευση, στον κ. Βενιζέλο αποδίδουν καθυστερήσεις και εμπλοκές στην εφαρμογή του προγράμματος σταθεροποίησης.
Για τον κ. Τσίπρα δεν θέλουν να ακούνε κουβέντα, τον αντιμετωπίζουν ως εχθρό και αμφισβητία, θεωρούν ότι δεν έχει απορροφήσει τις ευρωπαϊκές διαδικασίες και αφήνουν τα πράγματα να εξελιχθούν αν τυχόν κερδίσει τις εκλογές και αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ούτε στον κ.Στουρνάρα που θεωρούν «δικό» τους, επειδή ομιλεί την ίδια γλώσσα, προσφέρουν έστω κάποια πολιτική διευκόλυνση.
Γενικώς μπορεί να πει κανείς ότι αντιμετωπίζουν συνολικά τη χώρα και την ηγεσία της με περισσή καχυποψία και κάθε φορά εφευρίσκουν προβλήματα και κενά.
Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας ο κ. Νταιζεμπλούμ μετέφερε όλη την ευθύνη για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων στην ελληνική πλευρά, δηλώνοντας ότι η τρόικα εργάστηκε σκληρά από τον περασμένο Οκτώβριο και τώρα ήλθε η σειρά της χώρας μας εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της!
Ευλόγως, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, γιατί ασκείται αυτή η πολιτική απέναντι σε μια χώρα που τόσα έχει πληρώσει και τόσα έχει ανεχθεί;
Επαρκεί άραγε η επίκληση της απελευθέρωσης των πολλών μικρών αγορών, από το γάλα και το γιαούρτι μέχρι τα φάρμακα και την ανάμειξη του ελαιολάδου με σπορέλαια ή ακόμη το όποιο έλλειμμα κεφαλαίων των ελληνικών Τραπεζών, για να εξηγήσει τη στάση των ευρωπαίων εταίρων μας;
Προφανώς όχι. Το έπαθλο των Βρυξελλών και της τρόικας από την πολύμηνη διαπραγμάτευση δεν μπορεί να είναι άλλο από την παράταση της επιτήρησης και την ανανέωση της δέσμευσης της χώρας από ένα νέο μνημόνιο.
Αυτός είναι ο σκοπός των ευρωπαίων, τον έλεγχο επιδιώκουν, την μακρά επιτήρηση επιζητούν επειδή δεν εμπιστεύονται τη χώρα και σύμπασα την πολιτική τάξη.
Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί άραγε η Ελλάδα να αποδεχθεί μια τέτοια μακρά σχέση εξάρτησης και υποταγής από τις Βρυξέλλες;
Και αν ναι, αντέχει η πολιτική τάξη της χώρας να σηκώσει τέτοιο βάρος χωρίς να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο απαξίωσης και αυτοκατάργησής της;
Όπως και να έχει η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάζεται για αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο: Για μια μακρά περίοδο εξάρτησης ή για μια μακρά περίοδο αυτοπεριορισμού προς χάρη της οικονομικής και εθνικής ανεξαρτησίας.