Δεν είναι να τον ζηλεύεις. Με την τριήμερη επίσκεψη του στην Ελλάδα, που αρχίζει σήμερα, ο Γιόακιμ Γκάουκ, επιχειρεί τον τετραγωνισμό του κύκλου: Από τη μια να φανεί αρεστός στους οικοδεσπότες του, από την άλλη να μην ικανοποιήσει καμιά από τις βασικές απαιτήσεις τους.
Το φόντο γι αυτό είναι ότι οι ελληνογερμανικές σχέσεις δεν ήταν ποτέ χειρότερες τα τελευταία 20-30 χρόνια, από ότι σήμερα. Κι αυτό για τρεις δομικούς λόγους:
Πρώτον, λόγω των τεράστιων σκανδάλων διαφθοράς στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του 80, που αποκαλύφθηκαν λεπτομερειακά ιδίως τους τελευταίους μήνες, και στα οποία συμμετέχουν κυρίως γερμανικές εταιρίες, εξοπλιστικές και μη (Ferrostahl, Siemens, κλπ.) – απόρροια ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου με έντονα χριστιανοδημοκρατικά χαρακτηριστικά που συνυφάνθηκε σε στιλ γκραν γκινιόλ με το ελληνικό πελατειακό κράτος.
Δεύτερον, λόγω των μνημονίων, επίσης γερμανικής κοπής, που έχουν κυριολεκτικά διαλύσει την ελληνική κοινωνία.
Και τρίτον, λόγω του προβλήματος των επανορθώσεων από την εποχή της γερμανικής Κατοχής, το οποίο, παραμένοντας άλυτο, δηλητηριάζει καθημερινά τις σχέσεις των δυο χωρών.
Και για τα τρία αυτά θέματα, στα οποία η Γερμανία έχει να δώσει, ο γερμανός πρόεδρος δηλώνει αναρμόδιος. Η αρμοδιότητα γι αυτά, λέει, ανήκει αποκλειστικά στη γερμανική κυβέρνηση. Ο ίδιος αρκείται στον εγκωμιασμό δευτερευόντων (αλλά όχι άχρηστων!) προγραμμάτων μάρκας Φούχτελ: τη μεταφύτευση του γερμανικού δυαδικού συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, τη μεταφορά γερμανικής τεχνογνωσίας στην ελληνική αυτοδιοίκηση, την αδελφοποίηση γερμανικών με ελληνικές πόλεις, και πάει λέγοντας.
Η έλλειψη αρμοδιότητας δεν του απαγορεύει βέβαια να εκφράσει άποψη. Κι αυτό θα κάνει σίγουρα και στην Ελλάδα, αν οι δημοσιογράφοι του θέσουν σχετικά ερωτήματα. Οι απαντήσεις του είναι προβλέψιμες: Για τα μνημόνια έχει θετική γνώμη. Και για το θέμα της διαφθοράς θα παραπέμψει στα δικαστήρια.
Εκεί που θα έχει ανυπέρβλητες δυσκολίες είναι το θέμα των αποζημιώσεων, οι οποίες έχουν περιοριστεί πλέον επίσημα στην εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Στο θέμα αυτό ο κ.Γκάουκ είναι κυριολεκτικά «ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές» – δεν φέρνει τίποτα σχετικό μαζί του. Και η Αθήνα, πρωτοστατούντος του Ευάγγελου Βενιζέλου, θα αποφύγει μάλλον να του ζητήσει λογαριασμό.
Σύντομη αναφορά στα δεδομένα: Το Βερολίνο μπορούσε να ισχυρίζεται μέχρι πρότινος – χωρίς σπουδαίες αντιρρήσεις από γερμανικούς νομικούς θεσμούς – ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει διακανονιστεί οριστικά από το σύμφωνο «2+4» του 1990 (μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, ΗΠΑ, Αγγλίας, Γαλλίας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης) και δη με την έννοια ότι δεν υποχρεώνεται να ικανοποιήσει καμιά από τις απαιτήσεις των πρώην κατεχόμενων χωρών. Έως ότου, προ ολίγων μηνών, ήρθε η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής Βουλής και αποφάνθηκε, ότι υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, ο ισχυρισμός δεν έχει απόλυτη ισχύ: Η Ελλάδα όπως και οποιαδήποτε άλλη χώρα έχουν το ίδιο δικαίωμα να υποστηρίζουν το αντίθετο, ήτοι ότι δικαιούνται επανορθώσεων. Ένα νομικό αδιέξοδο δηλαδή, από το οποίο μπορεί προφανώς να βγει κανείς μόνο με πολιτικά μέσα – με διακρατικές συμφωνίες.
Όμως ο κ.Γκάουκ δεν παίρνει υπόψη του αυτή τη νομική ανατροπή. Όπως συνεχίζει, επικαλούμενος την ετεροδικία των κρατών (σ.σ.: δεν επιτρέπει σε πολίτες μιας χώρας να κάνουν δικαστικές αγωγές εναντίον ξένου κράτους), να αγνοεί και τα νομικά προηγούμενα στο θέμα της καταβολής αποζημιώσεων στα θύματα και τους απογόνους των θυμάτων, όπως, για παράδειγμα, την απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων υπέρ της αποζημίωσης των θυμάτων του Διστόμου.
Το μόνο που θα πρέπει να αναμένονται λοιπόν το ερχόμενο τριήμερο θα είναι λόγια α οδύνης και της αισχύνης– το πολυπόθητο «συγνώμη» για τα εγκλήματα των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, που περιμένουν να ακούσουν από δεκαετίες από κάποιο γερμανό πρόεδρο οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, δεν πρόκειται μάλλον να βγει από τα χείλη του.
Ακόμη λιγότερο θα πρέπει να αναμένεται μια μεγάλη συμβολική χειρονομία, όπως εκείνη του Βίλι Μπαντ το 1970 στη Βαρσοβία, ο οποίος για να εκφράσει τον αποτροπιασμό του για τα ναζιστικά εγκλήματα, γονάτισε για λίγο μπροστά στο μνημείο για το γκέτο των Εβραίων της πόλης.
Και καλύτερα φυσικά να μην το κάνει. Τέτοιες χειρονομίες έχουν νόημα, όταν συνδέονται με ριζική πολιτική στροφή: Τότε, από εκείνη του ψυχρού πολέμου στην περίφημη Οστ-πολιτίκ, που περιλάμβανε, δίπλα στο πλέγμα των αποζημιώσεων, τη διασφάλιση των μεταπολεμικών πολωνικών συνόρων και τη διατήρηση της ειρήνης.
Ο κ.Γκάουκ δεν έχει όμως κατά νου οποιαδήποτε στροφή. Το αντίθετο μάλλον. Το πιο πιθανόν είναι ότι θα εξάρει τις «θυσίες του ελληνικού λαού» συν το πλεόνασμα του 2013 και θα ενθαρρύνει τον Αντώνη Σαμαρά να συνεχίσει να βαδίζει ακούραστα στον τραχύ «δρόμο των μεταρρυθμίσεων».
Αυτό σημαίνει όμως παράταση των δομικών προβλημάτων στις ελληνογερμανικές σχέσεις. «Τσάμπα» ταξίδι – ο τετραγωνισμός του κύκλου αναβάλλεται για άλλη φορά.