«Είναι μοναδική η στιγμή για τη δική μας Αριστερά» υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος εκτιμά ότι «υπάρχει μια ώθηση του κόμματος προς την κυβέρνηση όχι στη βάση ενός υπαρκτού κινήματος, αλλά στη βάση συμπύκνωσης των αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο». Στη συνέντευξη που ακολουθεί συζητεί ακριβώς τις προοπτικές που διανοίγονται για την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία έχει «ωριμάσει βίαια», αλλά και τις δεσμευτικές προκλήσεις που ορθώνονται μπροστά της.
Κύριε Μπαλτά, έχει αντιληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ποιοι αποτελούν την εκλογική του βάση;
«Το έχει αντιληφθεί από καιρό και το βλέπει να γίνεται πραγματικότητα όλο και πιο καθαρά. Η βάση του σε επίπεδο ψηφοφόρων κατ’ αρχήν είναι περίπου όλα τα πληττόμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και υπό αυτή την έννοια είναι εν δυνάμει η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Είναι ταυτόχρονα και έντιμοι πολίτες της χώρας. Ξέρουμε ότι η πλειοψηφία αυτή δεν είναι ομοιογενής, ούτε κοινωνικά ούτε ιδεολογικά, ούτε είναι ίδιες οι ιστορικές ή πολιτικές αναφορές της. Θεωρούμε, όμως, ότι στη βάση της συνεχιζόμενης κρίσης η πλειοψηφία αυτή ενοποιείται όλο και περισσότερο σε κάποια μίνιμουμ οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά αιτήματα, στο ότι πρέπει δηλαδή να ανακοπεί η ανεργία, να αποκατασταθούν οι ελάχιστοι μισθοί, να εκδημοκρατιστούν και πάλι οι εργασιακές σχέσεις, αλλά και να αποκατασταθεί και να διευρυνθεί η δημοκρατία στη χώρα, να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα στην Υγεία και την Παιδεία, να σταματήσει αυτή η πολιτική της λιτότητας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη».
Στη χώρα έχουν επιβληθεί περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Μια μελλοντική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, τι περιθώρια διαπραγμάτευσης έχει;
«Τα περιθώρια διαπραγμάτευσης δεν είναι μικρά. Θα έλεγα ότι είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι ίσως φαίνεται. Ηδη η κυρία Μέρκελ αναγνώρισε ότι θα ήταν εξαιρετικά μεγάλο πρόβλημα αν ωθούνταν η Ελλάδα εκτός ευρώ, το ομολόγησε η ίδια. Τούτο σημαίνει ότι ακόμη και σήμερα τα περιθώρια διαπραγμάτευσης είναι μεγάλα, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτός ο μοχλός πίεσης προς την Ευρώπη συνολικά. Η δυσμενής κατάσταση του ευρωπαϊκού Νότου επεκτείνεται σταδιακά και στον Βορρά. Η Γαλλία είναι κι αυτή σε δύσκολη κατάσταση, η Γερμανία δεν θα αργήσει να δεχθεί και αυτή πλήγματα από την ίδια την πολιτική της. Παράλληλα εντείνεται, όπως βλέπουμε, και ο ευρωσκεπτικισμός από τα δεξιά. Η Μαρίν Λεπέν, επί παραδείγματι, ενισχύεται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς πριν από λίγους μήνες. Επομένως η Ευρώπη, και πολιτικά μιλώντας, δεν είναι σε θέση να ασκήσει τους ακραίους εκβιασμούς που φημολογείται ότι μπορεί να ασκήσει».
Να δούμε το ζήτημα όσο το δυνατόν πιο πρακτικά και ρεαλιστικά. Θα πάτε στους δανειστές και θα τους ζητήσετε τι ακριβώς;
«Εμείς ζητούμε διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, μια περίοδο χάριτος για την αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, να μπορούμε δηλαδή να καλύπτουμε το εναπομείναν χρέος όσο θα αυξάνεται το ΑΕΠ μας. Δεν είναι τρελό αυτό, δεν είναι πρωτοφανές ούτε εξωφρενικό. Μια τέτοια συμφωνία έγινε και για τα χρέη της Γερμανίας το 1953. Παράλληλα λέμε ότι το όλο πρόβλημα του χρέους δεν είναι μονάχα ελληνικό, αλλά είναι συναρτημένο με τη δομή της ευρωζώνης και με την πολιτική λιτότητας που ακολουθείται σε όλες σχεδόν τις χώρες του κοινού νομίσματος. Το κύριο ζήτημα με το χρέος μας είναι θέμα πολιτικής, κατ’ ουσίαν, διαπραγμάτευσης. Η κρίση βαθαίνει παρά τα φαινόμενα και όχι μόνο στην Ευρώπη –δεν είναι τυχαίο ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φαίνεται να διαφωνεί και δη ισχυρά με τη Γερμανία. Επικρατεί μια ανησυχία γενικότερη, παγκόσμιας εμβέλειας. Το σημαντικό είναι να εκμεταλλευθεί η χώρα τη συγκυρία προς όφελός της. Πρέπει να δούμε τα πράγματα στη δυναμική τους εξέλιξη».
Μήπως καλλιεργείτε υπερβολικές προσδοκίες στον κόσμο;
«Η εμπειρία που έχω κινούμενος στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ –με το δικό σας ερώτημα πολύ σαφές στο μυαλό μου και με μια αντίληψη που κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση που λέτε, ότι δηλαδή δεν πρέπει να καλλιεργούνται υψηλές προσδοκίες ούτε να μπούμε σε μια υποσχεσιολογία –έχει προκαλέσει εντύπωση και σε εμένα τον ίδιο. Ο κόσμος δεν περιμένει κάποια ακαριαία λύση, δεν περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να του λύσει τα προβλήματα με ένα μαγικό ραβδάκι. Περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει και να επιλύσει όσα μπορεί, όσο καλύτερα μπορεί. Για σήμερα. Από κει και πέρα, μέσα από νέες σχέσεις που οφείλουμε να δημιουργήσουμε – και ως προς αυτές οφείλουμε να έχουμε μεγάλες προσδοκίες –θα βρούμε και τις νέες λύσεις που απαιτούν οι καιροί».
Δηλαδή;
«Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Κάποιος φίλος μου κουβέντιαζε, πριν από μερικούς μήνες, με εφοριακούς σε μια επαρχιακή πόλη. Οι εφοριακοί τού εξηγούσαν ότι έχουν πολλά εσωτερικά προβλήματα και επιπλέον μια ψυχολογική δυσκολία: να πιέσουν τους ανθρώπους να πληρώσουν τους φόρους τους, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι όντως δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Ταυτοχρόνως, του ανέφεραν το εξής εκπληκτικό: ότι οι ίδιοι που σήμερα δυσκολεύονται εξαιρετικά να πληρώσουν τους φόρους τους θα κάνουν τα πάντα για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αν γίνει κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί τότε θα ξέρουν ακριβώς το πού πάνε τα λεφτά τους. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη αλλαγή νοοτροπίας, ένα νέο φρόνημα, που δεν μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα αυτήν τη στιγμή, επειδή έχουμε συνηθίσει οι φόροι μας να πηγαίνουν αλλού, μπαίνουν σε μαύρες τρύπες, βγαίνουν στο εξωτερικό κ.λπ. Αν καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις πρώτες πρωτοβουλίες της κυβέρνησής του, να δημιουργήσει και να εμπεδώσει την αίσθηση ότι κάτι αλλάζει πραγματικά προς αυτήν την κατεύθυνση, πιστεύω ότι οι δυνάμεις που θα συστρατευθούν γύρω του θα είναι πολύ πιο ενεργές, πολύ πιο δημιουργικές από μια απλή ψήφο. Γιατί φοβόμαστε κι εμείς ότι αυτή η ψήφος που τώρα μοιάζει να κατευθύνεται ραγδαία προς τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποδειχθεί απλώς μια παθητική ψήφος. Αυτό το «άντε να δοκιμάσουμε κι εσάς, εφόσον δεν υπάρχει άλλος» δεν μας είναι αρκετό».
Συζητάτε σε κεντρικό επίπεδο το ενδεχόμενο να αποτελέσετε μια παρένθεση, σας έχει απασχολήσει αυτό;
«Βεβαίως. Η εκτίμησή μας είναι ότι σήμερα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στο αναπόφευκτο ίσως ενδεχόμενο, για να μη λέμε μεγάλες κουβέντες, μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, αναπροσαρμόζουν και τις στρατηγικές τους. Η αναπροσαρμογή της στρατηγικής έχει δυο σκέλη σε αυτήν την περίπτωση. Αν γίνει τελικώς κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, η μια εκδοχή λέει ότι θα καταρρεύσει υπό το μέγεθος των προβλημάτων, άρα θα αποτελέσει μια σύντομη παρένθεση. Η δεύτερη, που μπορούμε να τη δούμε και παράλληλα με την πρώτη, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ενσωματωθεί, θα κάνει δηλαδή λίγο – πολύ τα ίδια, θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, να τα βρει με όποιους υποτίθεται ότι πρέπει να τα βρει και εν συνεχεία θα γίνει ακίνδυνος. Τότε, λέει η ίδια στρατηγική, θα αποκτήσουμε έναν νέο δικομματισμό, εν πολλοίς όμοιο με εκείνον που μας έφερε ώς εδώ. Και τα δυο αυτά ενδεχόμενα είναι υπαρκτοί κίνδυνοι. Η ελπίδα μου εδράζεται στην ωριμότητα και το φρόνημα του ελληνικού λαού, που έχει δείξει πολλές φορές στην ιστορία του. Ο φόβος μου, από την άλλη, είναι ότι μπορεί να μην αποδειχθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Αλλά αυτό είναι στο χέρι μας. Το βέβαιο είναι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει τομή στην πρόσφατη ελληνική ιστορία. Μπορούμε να υποσχεθούμε ότι θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε αλλά δεν γίνεται να εγγυηθούμε την επιτυχία προκαταβολικά. Το να πούμε κάτι τέτοιο θα ήταν ανέντιμο, όσο κι αν μοιάζει πως τέτοιες ανέξοδες προκαταβολικές εγγυήσεις μαζεύουν ψήφους. Αναλαμβάνουμε πλήρως την ευθύνη που μας αναλογεί με επίγνωση ότι δεν είμαστε αλάθητοι αλλά θνητοί και πεπερασμένοι. Ετσι, ναι, έχουμε πολλές και ζωογόνες ελπίδες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ