«H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν»: στις 22 Ιανουαρίου 1830 οι τρεις μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συνυπέγραφαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το πρώτο άρθρο του οποίου ξεκινούσε με την παραπάνω διατύπωση που “έκανε” την Ελλάδα κράτος. Είναι τραγικό, αλλά τα πιο πολλά από αυτά τα “δίκαια” του 1830 όπως πιο πάνω περιγράφονται, η σημερινή Ελλάδα δεν τα διαθέτει πια. Κι αυτό είναι κάτι που δεν συνέβη σε καμία άλλη πτώχευση στην ιστορία της, σε τέτοιο τουλάχιστον πρωτοφανή βαθμό. Ποτέ ως τώρα.
Σε αντίθεση με άλλα κράτη της εποχής του σχηματισμού των εθνών κρατών είχε από τη γέννησή του εξαρτηθεί πλήρως από τους ξένους. Οχι από κάποια “ιδιαιτερότητα” ή “ανικανότητα” των Ελλήνων να αυτοκυβερνηθούν, όπως πολλοί ίσως πιστεύουν, αλλά για τον πολύ απλό λόγο ότι η εθνική επανάσταση του 1821 είχε πνιγεί τελικά στο αίμα το 1827 και μόνον οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της ξαναέδωσαν ζωή με τη ναυμαχία του Ναυρίνου, κάτι που φυσικά αποφάσισαν για τους δικούς τους λόγους και, ασφαλώς δεν το έπραξαν “δωρεάν”.
Εκτοτε, είναι ελάχιστες οι περίοδοι εκείνες στις οποίες ο ξένος παράγοντας δεν έχει διαδραματίσει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κεντρικό, αν όχι τον κεντρικό, ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα – κι αυτό είναι επίσης μια ελληνική ιδιαιτερότητα που δεν συναντά κανείς σε αυτή την έκταση σε άλλα ευρωπαικά κράτη.
Η κύρια αιτία γι αυτή την ιδιαιτερότητα παραμένει η ίδια όπως και τότε, το 1830: η Ελλάδα είναι μία πάρα πολύ σημαντική χώρα και σε πολλά επίπεδα, σημαντικότερη από όσο θέλουν πολλοί να πιστεύουν και σίγουρα πολύ σημαντικότερη απ’ όσο η ηγέτιδα τάξη της, ιδίως οι πολιτικοί της, έχουν καταφέρει να αντιληφθούν και ανάλογα να ενεργήσουν προς όφελος των συμφερόντων της. Αντίθετα, η ελληνική ηγέτιδα τάξη κάθε άλλο παρά στάθηκε, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, στο ύψος των περιστάσεων και του ρόλου της και αυτή είναι η κύρια θεμελιώδης παράμετρος της νέας ελληνικής τραγωδίας.
Στο πέρασμα των… αώνων και των δεκαετιών, ο ξένος παράγοντας δεν είναι πάντοτε ο ίδιος: μείζονες καταστροφές βρήκαν αυτό τον τόπο ακριβώς λόγω των συγκρούσεων των ξένων για την άσκηση επιρροής στην Ελλάδα. Εναλλαγές υπήρξαν πολλές από εκείνη την ημέρα του 1830.
Σήμερα όμως που είμαστε; Τα τελευταία χρόνια, μέσα από την κρίση χρέους η γερμανική επιρροή στην Ελλάδα δεν έχει απλώς ανέλθει κατακόρυφα, αλλά έχει εκτοξευθεί. Πάντοτε υπήρχε αλλά πιο “σιωπηλά”. Τώρα διαδραματίζει πλέον τον καθοριστικό ρόλο στην πορεία της χώρας, αν και η ισορροπία Γερμανών και άλλων δυνάμεων στην Ελλάδα, όπως των Αμερικανών ή και των Ρώσων, είναι μία μεγάλη και σαφώς ανοικτή συζήτηση με πολλές παραμέτρους που σχετίζονται και με ευρύτερα θέματα όπως η ενέργεια, η κατάσταση στην Τουρκία, οι απειλές στη Μέση Ανατολή κ.ο.κ.
Αλλά αυτή η συζήτηση είναι εκτενής και δεν είναι της παρούσης. Προς στιγμή, εκείνο που αξίζει να σημειωθεί και το οποίο δεν αντιλαμβάνονται οι Γερμανοί είναι ότι ο ξένος παράγοντας δεν μπορεί να τα θέλει όλα δικά του: αφού επιμένει να ηγεμονεύει, πρέπει και κάτι να προσφέρει στον τόπο, να συμβάλλει στην πρόοδό του. Πρέπει να χτίζει κι όχι να γκρεμίζει, όπως το Βερολίνο κάνει τα τέσσερα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Εί της ουσίας γι αυτό είναι που το Βερολίνο θα δει τελικά – και όχι πολύ αργά – την ηγεμονία του να καταρρέει: επειδη οι ηγεμόνες που διαρκώς γκρεμίζουν, γκρεμίζονται, αργά ή γρήγορα, στο τέλος και οι ίδιοι…