Με τις εξελίξεις να πυκνώνουν ημέρα με την ημέρα σε όλα τα επίπεδα κι εν μέσω σκληρών τρομοκρατικών και άλλων απειλών, η Ελλάδα εισέρχεται πλέον στην παρατεταμένη τελική ευθεία των διπλών εκλογών. Ο πρωθυπουργός μιλώντας χθες στο ελληνογερμανικό επιμελητήριο δήλωσε ότι θα συνεχίσει χωρίς εκπτώσεις και χωρίς παρεκλλίσεις την πορεία του – κάποτε δήλωνε ότι δεν πρέπει να υπάρχει επιμονή στο λάθος, το οποίο, προφανώς, τώρα πια δεν βλέπει.
Είναι ανεξήγητη η επίμονη, σήμερα, ανάγκη του πρωθυπουργού όχι τόσο να πετύχει τους στόχους του, όσο στο να προσδώσει πλήρη νομιμοποίηση σε αυτό που γίνεται στην Ελλάδα. Ειδικά όταν πέρα από την κοινωνική πίεση, η οποία είναι πια ασήκωτη, έχει ήδη καταστεί σαφές ακόμα στους πλέον δύσπιστους ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν στόχευσε στην ανάκαμψη της χώρας αλλά στα συμφέροντα των δανειστών της.
Εχει ήδη επισήμως ομολογηθεί ότι για να “περάσει” το πρόγραμμα η Ελλάδα εκβιάστηκε ψευδώς ότι θα αποπεμφθεί από το ευρώ – η ίδια η καγκεράριος Μέρκελ αναφέρθηκε ρητά σε αυτό. Εχει επίσης ομολογηθεί, από τον Ρεν, ότι η επιβληθείσα πολιτική είχε ως σχεδιαστικό άξονα την εξωτερική σταθερότητα του “κοινού” νομίσματος κι όχι την όποια “σωτηρία” της Ελλάδας, η οποία, ειδικά στην περίοδο Σαμαρά, έκανε ότι μπορούσε να πετύχει τους στόχους που της έθεσαν “με το πιστόλι στον κρόταφο” όπως είπε προ ημερών στο Στρασβούργο ο επικεφαλής των σοσιαλιστών Σβόμποντα.
Ολες αυτές οι παραδοχές δείχνουν ξεκάθαρα πια κάτι που η έντρομη Ελλάδα αρνήθηκε από την αρχή να καταλάβει όσο κι αν ήταν προφανές: ότι μπορούσε να διαπραγματευθεί πολύ καλύτερα την πορεία της. Δεν το έπραξε. Αντίθετα, το βασικό μήνυμα που έστειλε ο πρωθυπουργός μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο Στρασβούργο ήταν ότι “τα καταφέραμε”: “we delivered” είπε. Δεν αποδόμησε το πρόγραμμα, δεν εστίασε στα εξόφθαλμα λάθη του, ούτε καν επέκρινε την τρόικα και την παρουσία της στη χώρα, σε μία στιγμή που η εναντίον της κριτική τείνει πια να καταστεί κανόνας διεθνώς. Και συνεχίζοντας να μιλά διαρκώς σε πάσης φύσεως γερμανικού ενδιαφέροντος ιδρύματα ή εκδηλώσεις, τονίζει και διαρκώς πόσο συμφωνεί με αυτό που γίνεται.
Πιθανότατα, ο Σαμαράς “επενδύει” σε ένα είδος “αναγνώρισης” του Βερολίνου. Οι προσπάθειές του, που μεταφράστηκαν σε καθεστώς εσωτερικής πτώχευσης, δεν στράφηκαν στην κατεύθυνση της ανοικοδόμησης της χώρας, αλλά στην κατεύθυνση της ικανοποίησης και του εξευμενισμού της γερμανικής πολιτικής. Αυτό είναι ο άξονας. Και είναι λάθος. Οπως λάθος είναι και η νομιμοποίηση που απλόχερα προσφέρει η Ελλάδα. Γιατί άραγε;
Θα περιμένει πάντως άδικα κάποια γερμανική “αναγνώριση” και το πικρό της αντίδωρο: δεν πρόκειται να λάβει τη βοήθεια του Βερολίνου, όπως τουλάχιστον την φαντάστηκε. Γιατί; Μα για τον απλό λόγο ότι οι γερμανοί επιμένουν να φτάσουν μέχρι τέλους: δεν πρόκειται να σταματήσουν ούτε βλέποντας την οριακότητα του κινδύνου όσων επιβάλουν. Απαιτούν αυτό που θέλουν και το θέλουν όλο, ακόμα και με τον άμεσο κίνδυνο να τα διαλύσουν όλα. Μόνοι τους.
Είναι απολύτως αληθές ότι στον ενάμιση χρόνο από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Σαμαράς έχει δουλέψει περισσότερο από όλους τους πρωθυπουργούς των τελευταίων δεκαετιών μαζί. Ομως, στην πολιτική, ειδικά τη διεθνή, δεν μετρά η προσπάθεια. Το ζήτημα είναι το αποτέλεσμα. Και εκεί υπάρχει πια πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα που βρίσκεται ήδη σε βύθιση.