Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έχει για την Ελλάδα τη σημασία που έχει για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η 11η Νοεμβρίου (1918) εορτάζεται ως εθνική επέτειος. Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος αυτός, αν και παγκόσμιος, δεν έχει αυτοτελή αξία για την ελληνική ιστορία: εντάσσεται ως ένα επεισόδιο στην πολεμική δεκαετία που ξεκινά με τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και λήγει με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι εξάλλου εξαιτίας αυτής ακριβώς της τραγικής κατάληξης που υποβαθμίζεται το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκε στους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενας επιπλέον λόγος είναι ο Εθνικός Διχασμός: η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ήταν το αποτέλεσμα ενός εμφύλιου, στην ουσία, πολέμου ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο, που είχε οδηγήσει στη διχοτόμηση της Ελλάδας σε δύο κράτη.
Ο Εθνικός Διχασμός απεικόνιζε τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδεολογική, πολιτική αλλά και πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ελλάδας: ο Βενιζέλος με τις Συμμαχικές Δυνάμεις της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος με τις Κεντρικές Δυνάμεις∙ «Νέες Χώρες» εναντίον «Παλαιάς Ελλάδας». Για την Ελλάδα εξάλλου, ο πόλεμος είχε βαλκανικά χαρακτηριστικά και συνδεόταν με τη Μεγάλη Ιδέα της. Το γεγονός εξάλλου ότι για μία ακόμη φορά επρόκειτο για ανάφλεξη της «βαλκανικής πυριτιδαποθήκης» έκανε πολλούς να θεωρούν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τον Γ’ Βαλκανικό. Στην πραγματικότητα όμως πυριτιδαποθήκη ήταν η Ευρώπη και τα Βαλκάνια το φιτίλι. Ο πόλεμος ξεκίνησε πράγματι στα Βαλκάνια, στο Σαράγεβο, με τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου των Αψβούργων.
Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος είναι ένα τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Γνωστός για το οξύθυμο του χαρακτήρα του, παρά το καλό του γούστο και τις καλλιτεχνικές του τάσεις, σλαβόφιλος και εχθρικός προς τους Ούγγρους, σχεδίαζε να αναθεωρήσει, σε όφελος των Σλάβων, το σύστημα της Δυαδικής Μοναρχίας που ίσχυε από το 1867. Δολοφονήθηκε μαζί με τη σύζυγό του κατά έναν παράδοξο και μοιραίο τρόπο από αυτούς τους υποστήριζε, τους νοτιοσλάβους εθνικιστές, την ημέρα του Αγίου Βίτου, επέτειο της μάχης του Κοσόβου αλλά και του γάμου του. Φαίνεται ότι η εθνικιστική τρομοκρατική ομάδα «Μαύρη Χειρ», στην οποία ανήκε ο δολοφόνος του Γκαβρίλο Πρίνσιπ, διέπονταν από το γιουγκοσλαβικό ιδεώδες και αντετίθετο στην ένωση των Σλάβων εντός της Αυστροουγγαρίας, δηλαδή στο τριαδικό σχήμα που προωθούσε ο διάδοχος.
Η σημασία αυτής της πολιτικής δολοφονίας δεν εκτιμάται εξαρχής από τους ευρωπαίους διπλωμάτες. Ακόμη και όταν η Αυστρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία, η Ευρώπη νομίζει ότι ο πόλεμος θα είναι τοπικός και σύντομος, εξαιτίας και των σύγχρονων καταστρεπτικών πολεμικών μέσων. Η «ανυπόμονη γενιά» της Belle Époque θα βαδίσει με ενθουσιασμό προς τα πεδία των μαχών. Η πολεμική εμπειρία όμως θα απέχει πολύ από την ηρωική προσδοκία. Ο Μεγάλος Πόλεμος, που θα διαρκέσει σχεδόν έξι χρόνια, είναι τελείως διαφορετικός από τους ως τότε πολέμους: η ζωή στα χαρακώματα, η φθορά, τα σταθερά μέτωπα, η απουσία γρήγορων και εντυπωσιακών νικών, η προπαγάνδα στα μετόπισθεν, αλλά κυρίως η μετωπική συνάντηση με τον μαζικό θάνατο καθορίζουν αυτόν το «μοντέρνο» πόλεμο. Τα χρόνια αυτά, όλα είναι πόλεμος στην Ευρώπη: οι άνδρες ζουν στα χαρακώματα σε άθλιες συνθήκες, οι γυναίκες παίρνουν τη θέση τους στη βιομηχανική παραγωγή, η οποία προσανατολίζεται πλέον στον εφοδιασμό του στρατού με όπλα και στολές, οι πληθυσμοί ζουν με μεγάλες στερήσεις, όλες οι υλικές δυνάμεις από το ένα άκρο της Ευρώπης ως το άλλο καταναλώνονται στην πολεμική προσπάθεια. Αυτή ήταν κυρίως η εμπειρία του Δυτικού Μετώπου, αλλά και στο Ανατολικό οι συνθήκες ήταν παρόμοιες.
Στα Βαλκάνια, οι εμπόλεμοι του 1912-13 θα ενταχθούν στους δύο συνασπισμούς ανανεώνοντας τις ήδη διαμορφωμένες εχθρότητες: Σερβία, Ρουμανία και Ελλάδα με την Αντάντ, Βουλγαρία και Τουρκία με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η βαλκανική ισορροπία δυνάμεων που είχε δημιουργηθεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ακόμη εύθραυστη και οπωσδήποτε αμφισβητούνταν, τουλάχιστον από τους ηττημένους. Το ελληνικό κράτος είχε βεβαίως βγει νικητής και από τους δύο πολέμους και είχε διπλασιάσει εδάφη και πληθυσμό, αλλά η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθούσε να θεωρείται ανολοκλήρωτη. Η αυτοπεποίθηση που είχαν εμπνεύσει οι βαλκανικές νίκες μάλλον ενίσχυε και ανανέωνε τα μεγαλοϊδεατικά όνειρα.
Οταν ταχύτατα ο ευρωπαϊκός πόλεμος γενικεύθηκε, η Ελλάδα είχε δύο επιλογές: είτε να τηρήσει ουδετερότητα, λύση που υποστήριζε το Παλάτι, είτε να μπει στον πόλεμο συμμαχώντας με εκείνον που εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα. Για τον Βενιζέλο, ήταν προφανές ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ήταν συνδεδεμένα με τις Δυτικές Δυνάμεις και κατεξοχήν τη Βρετανία, η οποία, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη, θα παρέμενε, σύμφωνα με την εκτίμησή του, κυρίαρχη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Βενιζέλος θεωρούσε αναπόφευκτο τον πόλεμο με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο της οριστικής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απόρριψη της συμμαχίας με τη Γερμανία οφειλόταν στην εκτίμησή του ότι τα συμφέροντα της Γερμανίας συνεπάγονταν στήριξη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, δηλαδή των δύο βασικών εχθρών της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, οικονομικοί και γεωπολιτικοί λόγοι υπαγόρευαν, κατά τη γνώμη του, τη συμμαχία με τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Ο Κωνσταντίνος, θαυμαστής του γερμανικού πολιτικού προτύπου και με ακλόνητη πεποίθηση στο αήττητο του γερμανικού στρατού, επηρεαζόταν από τις συμβουλές τόσο της συζύγου του Σοφίας, αδελφής του Κάιζερ, όσο και του υπουργού των Εξωτερικών Γ. Στρέιτ, καθηγητή του Διεθνούς και Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ανάλυση του Στρέιτ στηριζόταν στα δεδομένα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, η οποία τασσόταν υπέρ της διατήρησης τόσο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βασικό κριτήριο για την επιλογή στρατοπέδου ήταν εξάλλου ο κίνδυνος του πανσλαβισμού. Θεωρώντας σημαντικότερη απειλή τον πανσλαβισμό, ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ευθυγραμμίζονταν με εκείνα των Κεντρικών Δυνάμεων. Ωστόσο, στην ασφυκτική πίεση του Γουλιέλμου Β’ να προσχωρήσει η Ελλάδα στον συνασπισμό της Γερμανίας, ο βασιλιάς επέμεινε στην πολιτική της ουδετερότητας ως τη μόνη που θα διασφάλιζε την Ελλάδα από το κόστος ενός ριψοκίνδυνου και εν τέλει μάταιου πολέμου.
Αρχικά η Ελλάδα επέλεξε πράγματι την ουδετερότητα, την οποία όμως ο Βενιζέλος εκλάμβανε ως «προσωρινή» ενώ ο Κωνσταντίνος ήθελε να είναι «διαρκής». Οταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις, ο Βενιζέλος διείδε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει η Ελλάδα τα επεκτατικά της σχέδια. Προϋπόθεση ήταν βεβαίως η εγκατάλειψη της ουδετερότητας. Στις αρχές του 1915 οι Σύμμαχοι επιχείρησαν εκστρατεία εναντίον της Τουρκίας στα Δαρδανέλια και ο Βενιζέλος πρότεινε τη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατιωτικού σώματος. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο και ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του. Ηταν η αρχή του Διχασμού.
Η κυβέρνηση του Δ. Γούναρη, στον οποίο ο βασιλιάς ανέθεσε την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση του Βενιζέλου, δεν μπόρεσε να επιβιώσει περισσότερο από ενάμιση μήνα. Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 το Κόμμα Φιλελευθέρων νίκησε με 186 έδρες σε ένα σύνολο 316 εδρών. Η εκλογική νίκη του Βενιζέλου δεν του εξασφάλισε ωστόσο την ανοχή του Στέμματος. Αντίθετα, η ένταση μεταξύ τους οξύνθηκε όταν, με την είσοδο της Βουλγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Βενιζέλος προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός και η Ελλάδα να μπει στον πόλεμο. Ο βασιλιάς, που συνέχιζε να διεξάγει μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, αρνήθηκε να συναινέσει και ο Βενιζέλος οδηγήθηκε πάλι σε παραίτηση. Στο μεταξύ όμως είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση στη χώρα, που παρέμενε ουδέτερη.
Μέσα στη δίνη της βαθιάς πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, που είχε λάβει τη μορφή Εθνικού Διχασμού, τα στρατεύματα της Αντάντ αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη για να στηρίξουν τη Σερβία. Η Σερβία όμως δεν σώθηκε, ενώ η παρουσία των ξένων στρατευμάτων στο έδαφος μιας ουδέτερης χώρας δημιουργούσε οπωσδήποτε μια πολύπλοκη κατάσταση, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Στις εκλογές που έγιναν στις 6 Δεκεμβρίου 1915 το Κόμμα των Φιλελευθέρων απείχε, με αποτέλεσμα να εκλεγεί μια Βουλή για την οποία είχε ψηφίσει μόνο το μισό εκλογικό σώμα. Το μποϊκοτάζ των εκλογών από τον Βενιζέλο ήταν το πρώτο βήμα για πιο ριζοσπαστικές πράξεις.
Στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα της Εθνικής Αμυνας που προετοιμάστηκε από βενιζελικούς όπως ο Αλέξανδρος Ζάννας, ο Περικλής Αργυρόπουλος, ο υποστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και ο συνταγματάρχης Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, με τη στήριξη του γάλλου αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων στρατηγού Σαράιγ, εκδηλώθηκε στις 17/30 Αυγούστου 1916. Στο μεταξύ η κατάσταση στα Βαλκάνια είχε αλλάξει, με την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο και τη γερμανοβουλγαρική επίθεση στη Μακεδονία που είχε οδηγήσει στην κατάκτηση της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους. Αυτό που θα συγκλονίσει όμως την ελληνική κοινή γνώμη θα είναι η παράδοση της Καβάλας και του 4ου Σώματος Στρατού στους Βουλγάρους. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να κινηθεί εναντίον των Βουλγάρων αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή για την απόφαση του Βενιζέλου. Στις 26 Σεπτεμβρίου / 9 Οκτωβρίου θα σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη με πυρήνα της τη λεγόμενη «τριανδρία» (Ελ. Βενιζέλος, Π. Δαγκλής, Π. Κουντουριώτης). Με αυτή την επαναστατική πράξη του Βενιζέλου, ο Εθνικός Διχασμός αποκτά πολύ πιο συγκεκριμένη μορφή: η Ελλάδα διχάζεται σε δύο κράτη.
Σε μια ύστατη προσπάθεια να εξαναγκάσουν τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, συμμαχικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στον Πειραιά και στο Φάληρο στα τέλη Νοεμβρίου. Αποτέλεσμα της «μάχης των Αθηνών», εκτός από έναν μικρό αριθμό θυμάτων και από τις δύο πλευρές, ήταν να συμφωνήσει ο Κωνσταντίνος να παραδώσει μέρος του ελληνικού πολεμικού υλικού που του είχε αρχικά ζητηθεί. Με την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ξέσπασαν τα λεγόμενα «Νοεμβριανά», κύμα αντιβενιζελικής τρομοκρατίας, με φόνους, συλλήψεις, λεηλασίες και πράξεις εκφοβισμού εναντίον των βενιζελικών. Κορυφαία πράξη υπήρξε ο αφορισμός του Βενιζέλου, το περίφημο «ανάθεμα», από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η ένοπλη σύρραξη με τους Συμμάχους στη «μάχη των Αθηνών» αλλά και η απόφαση του Κωνσταντίνου να οργανώσει ανταρτικές ομάδες σε Ηπειρο και Θεσσαλία με την υποστήριξη των Γερμανών οδήγησαν σε σκέψεις για εκθρόνιση του Κωνσταντίνου ως τη μόνη δυνατή λύση. Τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η Ρωσική Επανάσταση και η πτώση του τσάρου επιτάχυναν τις εξελίξεις. Τον Μάιο του 1917 συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Θεσσαλία, ιταλικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Ηπειρο και κατέλαβαν τα Γιάννενα, ενώ ο στόλος υπό τον ύπατο αρμοστή των Συμμάχων C. C. Jonnart κατέλαβε τον Ισθμό. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε ορίζοντας διάδοχό του τον Αλέξανδρο και αναχώρησε με την οικογένειά του για το εξωτερικό. Η Ελλάδα, ως ενιαίο πλέον κράτος, κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 15 Ιουνίου 1917.
Ωστόσο η συγκρότηση ενός αξιόμαχου ελληνικού στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό την Αντάντ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η «Παλαιά Ελλάδα» ήταν φιλοβασιλική στην πλειονότητά της, οι επεμβάσεις των Συμμάχων είχαν βιωθεί ως εθνική ταπείνωση και η ελληνική κοινωνία ήταν εν γένει εχθρική απέναντι στη συμμετοχή σ’ αυτόν τον πόλεμο που έμοιαζε τρομακτικός και «μεγάλος» για μια μικρή χώρα. Ο Βενιζέλος θα προχωρήσει σταδιακά στη γενική επιστράτευση σε συνδυασμό με άλλα μέτρα (εκκαθαρίσεις στον στρατό και τη διοίκηση, άρση των περιορισμών της εθνικής κυριαρχίας που είχαν επιβληθεί από την Αντάντ) ως τον Μάρτιο του 1918. Στάσεις, ομαδικές λιποταξίες, ακόμη και αυτομολίες εκδηλώνονται σε όλο αυτό το διάστημα. Τελικά τα ελληνικά στρατεύματα θα μετάσχουν μαζί με συμμαχικές δυνάμεις στις τελευταίες μάχες που θα γίνουν στο Μακεδονικό μέτωπο και θα οδηγήσουν στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει τυπικά στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Ωστόσο τα επόμενα πέντε χρόνια θα υπάρχουν σποραδικές αναφλέξεις αλλά και κανονικοί πόλεμοι όπως η Μικρασιατική Εκστρατεία. Μια σειρά από συνθήκες, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών, θα επαναχαράξουν τον χάρτη της Ευρώπης εκατό χρόνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης. Οι αυτοκρατορίες είχαν διαλυθεί με βάση την αρχή του ομοιογενούς έθνους – κράτους, η οποία όμως είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τη δημιουργία του προβλήματος των μειονοτήτων, που έμειναν εγκλωβισμένες μέσα στα νέα σύνορα. Εξάλλου υπήρχαν εκείνοι που ένιωθαν αδικημένοι από τις διευθετήσεις, ενώ ο τεράστιος αριθμός των θυμάτων δεν επέτρεπε πανηγυρισμούς ούτε στους νικητές. Για την Ελλάδα, η Συνθήκη των Σεβρών τής έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα της, και θα συνεχίσει τον πόλεμο έως ότου η Συνθήκη της Λωζάννης να σηματοδοτήσει και γι’ αυτήν, με τραγικό τρόπο, το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ