Το 2013 έκλεισε με το μήνυμα του πρωθυπουργού για μία δήθεν ελληνική επιστροφή στις αγορές και την ανάπτυξη εντός του 2014. Φυσικά όλοι γνωρίζουμε, όπως προφανώς και ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς που τα λέει, ότι τα παραπάνω δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Πρόκειται απλώς για ένα ακόμα κυβερνητικό παραμύθι που ήδη έχει πλήρως αποδομηθεί. Και βέβαια πρώτοι το γνωρίζουν οι Γερμανοί που κατά τις πρώτες ημέρες του 2014 οι εφημερίδες τους λοιδόρησαν μαζικά αυτές τις τοποθετήσεις όπως και, όχι τυχαία, την ευρωπαική αξιοπιστία της Ελλάδας εν όψει της επικοινωνιακά υπερεκτιμημένης προεδρίας.
Το περιοδικό Σπίγκελ έφτασε μάλιστα στα άκρα – εν προκειμένω της γελοιότητας- συγκρίνοντας την Ελλάδα με το Πακιστάν. Ταυτόχρονα, το προπαγανδιστικό κυβερνητικό παραμύθι του οποίου η βαθύτερη λογική είναι ακατανόητη, το αποδόμησε και μία μακρά σειρά από αναφορές πανεπιστημίων, ειδικευμένων μέσων ενημέρωσης, διεθνών επενδυτικών οίκων, ακόμα και η ίδια η Κομισιόν.
Στο δημοσιονομικό πεδίο η Ελλάδα επιμένει να πιστεύει ότι οι Γερμανοί θα της μειώσουν το μη βιώσημο χρέος, κάτι που εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά και σε κάθε ευκαιρία -είναι προφανές ποιον πρέπει να πιστέψει κανείς. Ταυτόχρονα, η διάρθωση του λεγόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος μοιάζει φτερό στον άνεμο: ειδικά τα έσοδα είναι ακραία υπερεκτιμημένα.
Ομως, η χειρότερη διάσταση αυτής της κατασκευής είναι η αδιαφορία για το πολυεπίπεδο κόστος της. Οι συνέπιες τώρα θα αρχίσουν να γίνονται ορατές, με κορύφωση τις ευρωεκλογές και το μείζον πολιτικό πρόβλημα που θα ανακύψει, το οποίο σε γενικές γραμμές ήδη γνωρίζουμε: τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης θα καταλάβουν κατά πάσα πιθανότητα αθροιστικά τη δεύτερη θέση μετά από τον ΣΥΡΙΖΑ και πριν (;) από τη Χρυσή Αυγή. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα σταθεί πια στη θέση της από την επομένη της διπλής εκλογικής καταστροφής που με βεβαιόητα την αναμένει όταν η κοινωνική πίεση μετασχηματιστεί σε αποτέλεσμα κάλπης.
Από την επομένη των εκλογών θα τεθεί οξύ ζήτημα νομιμοποίησης της κυβέρνησης, το οποίο λύνεται μόνον με δύο τρόπους: ή με βουλευτικές εκλογές, τις οποίες ουδείς πλην της Χρυσής Αυγής πραγματικά επιθυμεί, είτε με σχηματισμό νέας κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή. Αυτό είναι δύσκολο, καθώς προυποθέτει αφενός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε πολιτική στροφή προς τη στήριξη μιας μνημονιακής κυβέρνησης και, αφετέρου, ότι ο Σαμαράς θα δεχόταν να αποχωρήσει.
Πάντως, το ενοποιητικό επιχείρημα θα υπάρχει: ο κίνδυνος για τη δημοκρατία όταν η Χρυσή Αυγή θα λάβει πια τέτοια ποσοστά, ενώ θα πρέπει να προστεθεί και η ευρωπαική αντίδραση από την αποστολή νεοναζί βουλευτών από την Ελλάδα στο ευρωκοινοβούλιο, η οποία μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας ως άλλοθι στα χέρια των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Με λίγα λόγια, το ελληνικό ζήτημα δεν βγαίνει όπως πορεύεται κι εμείς λέμε πάλι ψέμματα: ουδείς είναι τόσο αφελής ώστε να μην το αντιλαμβάνεται. Αντιθέτως, εισέρχεται πλέον στην τελική του φάση, υπό την έννοια ότι οι γερμανοί μετά τις ευρωεκλογές θα λάβουν τις οριστικές αποφάσεις τους για το πώς θα προχωρήσουν στη μετεξέλιξη / ολοκλήρωση της νομισματικής σε πολιτική ένωση, τον κεντρικό προς επίτευξη στόχο τους. Μια νέα ατζέντα θα τεθεί, που θα υπερβεί πλέον τη συζήτηση περί “διασώσεων”. Και, εκεί, ούτε καν η ασκούμενη πολιτική υποτέλειας θα σώσει την κατάσταση, καθώς τα όριά της θα έχουν πλέον εξαντληθεί από τα πράγματα, θα είναι άχρηστη στο Βερολίνο.
Μένει λοιπόν να δούμε το πώς θα προχωρήσουν σε αυτή και, τελικά, το ποιος χωράει αληθινά εκεί μέσα: αυτό είναι που θα αποφασίσουν οι Γερμανοί και αυτός είναι και ο πραγματικός κίνδυνος στον οποίο έχει παγιδευθεί πλέον η Ελλάδα.
Κίνδυνος ο οποίος δυστυχώς, εν μέσω της τακτικής του να κοροιδεύουμε τον εαυτό μας και, την ίδια στιγμή, να ελπίζουμε στην υποτέλεια, όχι απλώς δεν έχει γίνει αντιληπτός αλλά, δυστυχώς, ακόμα δεν τον έχουμε καν υποψιαστεί, ενώ βρίσκεται πλέον ακριβώς μπροστά μας.
Κι αν η Ελλάδα δεν αποφασίσει επιτέλους να σταματήσει να πρωταγωνιστεί στο ρόλο του καλού παιδιού στη γερμανική πολιτική κυριαρχίας την Ευρώπη και να ελπίζει κάτι από αυτό, το κενό της πτώσης από την πορεία της επόμενης φάσης της γερμανικής πολιτικής θα αποδειχθεί δραματικότερο από κάθε εκτίμηση.