Η Μαρία Δαμανάκη βρέθηκε στις Βρυξέλλες το 2010. Είναι περιττό να περιγράψει κανείς ποια ήταν η εικόνα της Ελλάδος την περίοδο εκείνη, αλλά και στη συνέχεια. Η πρόκληση της θέσης του επιτρόπου υπήρξε μεγάλη, όχι όμως ανέφελη όπως παλαιότερα. Με τη χώρα στα πρόθυρα χρεοκοπίας, η κυρία Δαμανάκη έπρεπε να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στο καθήκον των επιτρόπων «να σκέφτονται και να δρουν ευρωπαϊκά», υπεράνω εθνικών συμφερόντων, και στην αναγκαιότητα να προασπίζει, όπου και όποτε χρειαζόταν, τις ελληνικές θέσεις.
«Τα τελευταία χρόνια ήταν τρικυμιώδη. Στα όρια της θύελλας» παραδέχτηκε μιλώντας στο «Βήμα» πριν από λίγες ημέρες. «Η μάχη που έδωσε η Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη. Κατά συνέπεια και ο δικός μου ρόλος διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού για μεγάλο διάστημα» προσθέτει, κοιτώντας πλέον όμως μπροστά: «Αυτά είναι παρελθόν. Σήμερα είμαστε σε καλύτερη θέση και μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι στρίψαμε τον κάβο, για να δανειστώ μια ναυτική ορολογία».
Ενα ερώτημα που απασχολεί πολλούς είναι αν συζητήθηκε πραγματικά το σενάριο εξόδου της Ελλάδος από την ευρωζώνη. Τι διαμείφθηκε άραγε πίσω από τις βαριές πόρτες του Κολεγίου των Επιτρόπων; «Αν ένα τέτοιο θέμα έφτανε να συζητηθεί επίσημα μέσα στο Κολέγιο, φοβάμαι ότι θα ήταν πολύ αργά για όλους μας» τονίζει, χωρίς φυσικά να σημαίνει αυτό ότι σε ιδιωτικές συζητήσεις και στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες το θέμα δεν είχε τεθεί επί τάπητος. «Ομως», συνεχίζει, «πριν από δυόμισι χρόνια, το κακό σενάριο ήταν προ των πυλών. Εκρινα τότε ότι έπρεπε να ενημερώσω τον ελληνικό λαό, ανοικτά και χωρίς περιστροφές, προκειμένου να προλάβουμε τα χειρότερα» μας λέει, αν και πολλοί ζητούσαν τότε «την κεφαλή της επί πίνακι».
Με το βλέμμα στο 2014
Ο κάβος του 2011 πέρασε και από τις περισσότερες πλευρές το σενάριο του «Grexit» απορρίπτεται, πλέον, κατηγορηματικά. Ακόμη και τώρα όμως η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα μοιάζει εύθραυστη –εξ ου και οι ιδέες για ένα «Τρίτο Μνημόνιο». Πώς το βλέπει η ίδια;
«Η εμπιστοσύνη όταν κλονισθεί επανακτάται δύσκολα, βήμα – βήμα και κρίνεται εκ του αποτελέσματος» υπογραμμίζει. Και συνεχίζει: «Σταδιακά αποκαθίσταται, χάρη στις αιματηρές θυσίες του ελληνικού λαού και τη σκληρή δουλειά της ελληνικής κυβέρνησης. Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αναμφίβολα πολύ σημαντική κατάκτηση. Υπάρχουν όμως και άλλα πολλά να γίνουν, για τα οποία έχουμε ρητά δεσμευτεί. Οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις προχωρούν με ρυθμό αραμπά σε μια εποχή που χρειάζεται υπερηχητικές ταχύτητες».
Μία από τις απορίες που εξακολουθούν να έχουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας όσον αφορά τους Ελληνες είναι «πώς κόψαμε, με τόση ταχύτητα, μισθούς και συντάξεις και δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να μεταρρυθμίσουμε το πελατειακό κράτος, να ανασυγκροτήσουμε παραγωγικά το χάος του ελληνικού δημόσιου τομέα, να εισπράξουμε τους φόρους από τους έχοντες, να απελευθερώσουμε τα επαγγέλματα». Μόνο αν η Ελλάδα ανταποκριθεί σε αυτά «μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε σε νέα διευθέτηση του χρέους. Και όχι μόνον αυτό. Τότε θα μπορούμε να θέσουμε ως στόχο τη σταδιακή έξοδό μας στις αγορές και την απαλλαγή μας από τα μνημόνια».
Ο αντιευρωπαϊσμός
Τη ρωτάμε τι πραγματικά θέλουν οι Γερμανοί σήμερα στην Ευρώπη, καθώς η κριτική εναντίον της Ανγκελα Μέρκελ είναι ισχυρή, αλλά την ίδια στιγμή η ίδια επιμένει ότι η συνταγή της αποδίδει. «Η γερμανική ηγεσία γνωρίζει πως μεγάλο μέρος της εθνικής της ευημερίας το οφείλει στην ενωμένη Ευρώπη και στο κοινό νόμισμα. Γνωρίζει επίσης πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μόνο ένα μέγεθος ανάλογο της Ευρώπης μπορεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων. Πιστεύω», σημειώνει, «ότι η Γερμανία ως η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης θα είναι και στο μέλλον σταθερά προσανατολισμένη στον ευρωπαϊκό δρόμο, όχι από κάποια ιδεοληψία αλλά γιατί αυτό είναι και το δικό της συμφέρον».
Με αυτή τη στρατηγική τού «βλέποντας και κάνοντας» όμως δεν ελλοχεύουν και κίνδυνοι; «Οταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Χάσαμε χρόνο και κάναμε λάθη. Δεν είχαμε μηχανισμούς, ούτε ανάλογη εμπειρία. Σήμερα έχουμε κατά πολύ υπερβεί αυτό το στάδιο και επ’ αυτού η Κομισιόν έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό» υποστηρίζει η ελληνίδα επίτροπος. «Διαθέτουμε πλέον τους απαραίτητους μηχανισμούς στήριξης. Εχουμε προχωρήσει στην τραπεζική και νομισματική ένωση, έχουμε πολύ καλύτερους εποπτικούς μηχανισμούς και διαδικασίες. Δεν υπάρχει εφησυχασμός. Αντίθετα, όλα συνηγορούν για να επιταχύνουμε τις διαδικασίες ενοποίησης. Βεβαίως, επ’ αυτού θα εκφρασθούν κυρίως οι ευρωπαίοι πολίτες στις επικείμενες ευρωεκλογές» παραδέχεται.
Και το επόμενο ερώτημα έρχεται φυσιολογικά. Αποτελεί πρόβλημα και αν ναι, πόσο σοβαρό, ο ευρωσκεπτικισμός; «Δεν με φοβίζει ο ευρωσκεπτικισμός, εφόσον αυτός τα βάζει με τα στραβά στην Ευρώπη και αξιώνει κοινωνική στροφή στις αποφάσεις. Με ανησυχεί ο αντιευρωπαϊσμός. Η διχαστική ρητορεία που από κάποιους προβάλλεται ως πολιτική λύση στα προβλήματά μας και στη σκιά της κρίσης κερδίζει έδαφος. Με την καταστροφή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος οι πρώτοι μεγάλοι χαμένοι θα είναι οι ευρωπαίοι πολίτες και μάλιστα οι ασθενέστερες οικονομικά και κοινωνικά τάξεις» απαντάει με σιγουριά.
Το «σταυρόλεξο των ΑΟΖ»
Πολλοί στην Ελλάδα υποτιμούν τη σημασία της θέσης του Επιτρόπου για τις Θαλάσσιες Υποθέσεις και την Αλιεία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η χώρα μας έχει τεράστια συμφέροντα.
«Η αλιεία στον ευρωπαϊκό χώρο αντιπροσωπεύει υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ σε περισσότερες από τις μισές ευρωπαϊκές χώρες» εξηγεί. «Μπορεί να δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και ήδη απασχολεί περισσότερο από 1.000.000 εργαζόμενους. Εθεσα εξ αρχής ως στόχο τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής που είχε σοβαρά προβλήματα, προς μια κατεύθυνση βιωσιμότητας των αποθεμάτων και διατήρησης του αλιευτικού πλούτου των θαλασσών μας και στο μέλλον. Υπήρξαν πολλές και ποικίλες αντιστάσεις αλλά τα καταφέραμε». Η αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής εγκρίθηκε με συντριπτική εντυπωσιακή πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και ο διεθνής Τύπος τη χαιρέτισε θετικά.
Σε αντίθεση με την αλιεία, στην Ελλάδα έχει γίνει πολύς λόγος για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ στο ζήτημα των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ). Η έννοια της «ευρωπαϊκής ΑΟΖ» χαρακτηρίζεται βέβαια ως ουτοπική από τους γνωρίζοντες, παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας έχει μετατραπεί σε σύνθημα από διάφορες πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, υπάρχουν δυνατότητες αξιοποίησης του ευρωπαϊκού πλαισίου και η ίδια η κυρία Δαμανάκη εκφράζει τη χαρά της που «η ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου έχει αναδείξει ως προτεραιότητά της την πολιτική που συνδέεται με τη θάλασσα».
Τι πρέπει όμως να περιμένουμε στο θέμα των θαλασσίων ζωνών, μετά και την πρόσφατη έκθεση για τη σχέση ΑΟΖ και «γαλάζιας ανάπτυξης» στη Μεσόγειο, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Κομισιόν;
«Η γαλάζια ανάπτυξη και η προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ θα ωφεληθούν πολύ σημαντικά από την κήρυξη θαλάσσιων ζωνών, όπως είναι οι ΑΟΖ. Είναι γνωστό», εξηγεί η ελληνίδα επίτροπος, «ότι στην ΑΟΖ τα παράκτια κράτη έχουν κυριαρχικά δικαιώματα που αφορούν τους φυσικούς πόρους, όχι μόνο από τον βυθό της θάλασσας, αλλά και από την υπερκείμενη υδάτινη στήλη. Για παράδειγμα, αν και η εξόρυξη των ενεργειακών πόρων λαμβάνει χώρα στην υφαλοκρηπίδα, η επέκταση της εθνικής δικαιοδοσίας μέσω της ΑΟΖ δημιουργεί ένα πιο σταθερό και ασφαλές πλαίσιο για επενδύσεις. Επιτρέπει επίσης την εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν σχετικά με την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης. Τα αποτελέσματα της μελέτης, που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής, δείχνουν ότι τα οφέλη από την κήρυξη των ΑΟΖ στη Μεσόγειο είναι πολύ σημαντικά και υπερτερούν του οποιουδήποτε κόστους» προσθέτει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ