Η πρόσφατη διπλή κρίση δημοσίου χρέους – τραπεζών στην ευρωπεριφέρεια ανέδειξε ανάγλυφα τον καταστροφικό γόρδιο δεσμό μεταξύ κρατών και τραπεζικού τομέα, με την ιδιαιτερότητα βέβαια ότι τώρα αφορά κράτη-μέλη μιας νομισματικής ένωσης. Η κρίση αυτή ξεδιπλώθηκε με διαφορετικό τρόπο για τα κράτη της ευρωπεριφέρειας: για παράδειγμα στην Ελλάδα η κρίση ξεκίνησε αρχικά ως κρίση δημόσιου δανεισμού, μετά έγινε κρίση φερεγγυότητας του χρέους, που εν τέλει εξελίχθηκε και σε τραπεζική εξαιτίας του PSI+ και της ραγδαίας αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της βαθιάς ύφεσης. Στη δε Ισπανία η κρίση προκλήθηκε από τη φούσκα ακινήτων και την υψηλή μόχλευση του τραπεζικού δανεισμού, ενώ στην Πορτογαλία ως ένας συνδυασμός των δύο πιο πάνω, με βαθύτερο αίτιο εκεί την παρατεταμένη στασιμότητα της προηγούμενης δεκαετίας. Ωστόσο, αν και η αφετηρία της κρίσης στις χώρες αυτές ήταν διαφορετική, η κοινή λύση που προκρίθηκε ήταν η αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα μέσα από προγράμματα προσαρμογής και δανειακές συμβάσεις υπό αυστηρούς όρους. Αποτέλεσμα της μονομερούς και συχνά υπερβολικής αυτής λιτότητας ήταν, πράγματι, οι χώρες της ευρωπεριφέρειας να επιτύχουν (αν και είναι αλήθεια με πολύ υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος) σημαντική προσαρμογή στο δημοσιονομικό και εξωτερικό τους ισοζύγιο. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις κατεγράφησαν θεαματικές επιδόσεις, όπως π.χ. στη χώρα μας που κατάφερε τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δημοσιονομική προσαρμογή, την επίτευξη του υψηλότερου κυκλικά προσαρμοσμένου πρωτογενούς πλεονάσματος σήμερα στην ευρωζώνη, καθώς και την εξάλειψη του ελλείμματος της ανταγωνιστικότητας κόστους. Παρ’ όλα αυτά το ξεκίνημα του νέου έτους βρίσκει τις χώρες της ευρωπεριφέρειας αντιμέτωπες με μια σειρά από κοινές προκλήσεις που φαίνεται πως λειτουργούν ως ο κοινός διαιρέτης της κοινωνικής συνοχής της ευρωζώνης, συμβάλλοντας παράλληλα στην άνοδο του πολιτικού εξτρεμισμού, ένθεν και ένθεν.
Η καθυστέρηση στη λήψη ευρωπαϊκών αποφάσεων για τα κοινά ευρωπαϊκά προβλήματα εγκυμονεί κινδύνους καθώς εκτρέφει εθνικιστικές πρακτικές που υπονομεύουν το συλλογικό ευρωπαϊκό όραμα. Αναμφίβολα αποτελεί ευτυχή συγκυρία που δύο χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα και Ιταλία) αναλαμβάνουν το επόμενο έτος (α’ και β’ εξάμηνο αντίστοιχα) την ευρωπαϊκή προεδρία, με την ατζέντα μάλιστα της ελληνικής προεδρίας να δίνει προτεραιότητα στην ανεργία, την αποκατάσταση της ρευστότητας στις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την τραπεζική ένωση κτλ. Τέσσερα είναι τα σημαντικότερα (κοινά) προβλήματα της ευρωπεριφέρειας.

1.
Η υψηλή και επίμονη ανεργία, αποτέλεσμα της ταυτόχρονης δημοσιονομικής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης στην περιφέρεια. Αναλυτικότερα, η ανεργία στην Ελλάδα υπερβαίνει το 27% του εργατικού δυναμικού, με το ποσοστό μάλιστα της μακροχρόνιας να εκτοξεύεται στο 65% του συνόλου των ανέργων, στους δε νέους η ανεργία ανέρχεται στο 59%. Ανάλογα υψηλά ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται και στις Ισπανία και Πορτογαλία, όπου η ανεργία υπερβαίνει το 26% και το 15% αντιστοίχως, με τη μακροχρόνια να βρίσκεται κοντά στο 50%.

2.
Η σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ τα τελευταία πέντε έτη λόγω της βαθιάς ύφεσης που ταλανίζει τις χώρες αυτές, π.χ. κατά 25% στην Ελλάδα (η μεγαλύτερη ύφεση μεταπολεμικά), κατά 9% στην Πορτογαλία (η μεγαλύτερη ύφεση της χώρας τα τελευταία 45 χρόνια). Εξίσου ανησυχητικό είναι και το φαινόμενο ότι η ύφεση στην περιφέρεια τείνει να λάβει χαρακτηριστικά υστέρησης. Εν συντομία, ελλείψει επενδύσεων, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι αρχικές, κυκλικού χαρακτήρα, επιπτώσεις της ύφεσης να μετατραπούν σε μόνιμα προβλήματα διαρθρωτικού χαρακτήρα εξαιτίας της απαξίωσης τόσο του υλικού κεφαλαίου λόγω αποεπένδυσης όσο και του ανθρώπινου κεφαλαίου λόγω της υποβάθμισης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού που βρίσκεται σε μακροχρόνια ανεργία και της μετανάστευσης επιστημόνων στο εξωτερικό.

3.
Η παγίδα χρέους, όπως αυτή αντανακλάται στη σημαντική αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ την περίοδο 2009-2013, καθώς η συρρίκνωση της οικονομίας και η πτώση των τιμών μείωσαν σημαντικά το ονομαστικό ΑΕΠ. Ετσι την πιο πάνω περίοδο καταγράφεται η άνοδος του ελληνικού δημοσίου χρέους κατά 45 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στο 175% σήμερα, του πορτογαλικού κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες στο 120% σήμερα και του ισπανικού κατά 38 ποσοστιαίες μονάδες στο 90% σήμερα, κάτι που, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα εξής: (ι) τα χαρακτηριστικά υστέρησης στη χρονολογική σειρά του ΑΕΠ τους, (ιι) το δημογραφικό καθώς και (ιιι) τα υψηλά επίπεδα του ιδιωτικού χρέους (223% του ΑΕΠ στην Πορτογαλία, 194% στην Ισπανία, λιγότερο, 129%, στην Ελλάδα), εγείρει τελικά το ερώτημα εάν η παγίδα χρέους είναι ένα κυκλικό φαινόμενο ή όχι, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για πιθανές μελλοντικές ανακουφίσεις χρέους.

4.
Οι αντίξοες συνθήκες χρηματοδότησης της πραγματικής της οικονομίας, απόρροια του προβληματικού μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ δεν μεταφράζονται σε μείωση του κόστους χρήματος για τις οικονομίες της περιφέρειας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η πρόσβαση στην τραπεζική ρευστότητα όσο και το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων –ειδικά των μικρομεσαίων –των κρατών της ευρωπεριφέρειας, αποκλίνουν σημαντικά, υπονομεύοντας τις προσπάθειες ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς τους (π.χ. 6% στην Πορτογαλία έναντι 3% στη Γερμανία).
Οι τεχνοκρατικές λύσεις υπάρχουν. Η ατζέντα για την επίλυση των κοινών προβλημάτων είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει κοινές αναπτυξιακές στρατηγικές αλλά και θεσμικές δράσεις σε υπερεθνικό επίπεδο.
Οι αναπτυξιακές στρατηγικές θα πρέπει να αφορούν:

α)
Την παροχή κινήτρων για τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως π.χ. η πρόσφατη πρόταση της Κομισιόν για δεσμευτικά συμβόλαια παροχής χαμηλότοκων δανείων στα κράτη-μέλη για αναπτυξιακούς σκοπούς με αντάλλαγμα την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

β)
Την άμεση ενίσχυση της ζήτησης σε όλες της χώρες της ευρωζώνης, βορείως και νοτίως των Αλπεων. Ειδικότερα για τον Νότο που βρίσκεται σε προγράμματα προσαρμογής χρειάζεται ένα γενικευμένο επενδυτικό σοκ, προς αναπλήρωση του εργαλείου της ονομαστικής υποτίμησης που δεν είναι πλέον διαθέσιμο, μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, ΣΔΙΤ, κινητροδότησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων, της καθιέρωσης του ευρωομολόγου μεγάλων έργων ως μέσου χρηματοδότησης διασυνοριακών έργων υποδομής.
Τέλος, μετά τα αλλεπάλληλα mea culpa των επίσημων δανειστών, θα πρέπει ψύχραιμα και διεξοδικά, σε πρώτη φάση σε τεχνικό επίπεδο υπό την αιγίδα της Κομισιόν και της ΕΚΤ, να εξεταστεί ο σχεδιασμός μελλοντικών προγραμμάτων προσαρμογής σε νομισματικές ενώσεις. Ακροθιγώς εδώ να αναφέρω το ζήτημα με τις αληθινές τιμές των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, την επεκτατική λιτότητα, τη συμμετοχή του ΔΝΤ σε μελλοντικά ευρωπαϊκά προγράμματα διάσωσης και την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (όλα τα πιο πάνω ζητήματα άλλωστε ετέθησαν στην πρόσφατη Εκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον τρόπο λειτουργίας της τρόικας) αλλά και τη σωστή αλληλουχία των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων.

Ο κ. Γιάννης Μουρμούρας είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού. Oι απόψεις στο συγκεκριμένο άρθρο αποτελούν περίληψη ομιλίας στο Χάρβαρντ και είναι αυστηρά προσωπικές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ