Η Μαρία κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου της πριν κατέβει. Το έντονο φως της ηλιόλουστης μέρας φώτιζε τις ρυτίδες στο πρόσωπό της δεν το είχε προσέξει, αλλά ο χρόνος άφησε τα σημάδια του στο πρόσωπο της. Γερνάω σκέφτηκε… πόσο θα ήθελε να αλλάξει , να γυρίσει το χρόνο τουλάχιστον δέκα χρόνια πίσω , να επέμβει στη φύση… Όχι δε μπορούσε να συμβιβαστεί με την εικόνα του εαυτού της. Τα μπότοξ ή μια πλαστική προσώπου ήταν μια ιδανική λύση! Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα, δεν την ενδιέφερε αν θα ήταν επώδυνο… την ενδιέφερε μόνο το αποτέλεσμα. Την ενδιέφερε να βλέπει ότι οι φωτογραφίες του χτες είναι πανομοιότυπες με το σήμερα. Να πάγωνε το χρόνο… Να έμενε στο παρελθόν…
Ναι το είχε πάρει απόφαση θα έκανε ότι χρειαζόταν για να μη μεγαλώσει… Δε μπορούσε να δεχτεί ότι οι άνθρωποι αλλάζουν… Φοβόταν για το αύριο, φοβόταν ότι βρίσκεται κάπου στα μισά του δρόμου που λέγεται ζωή… και το χειρότερο την ενοχλούσε που κάθε χτες φεύγοντας άφηνε και μια ρυτίδα στο πρόσωπο πιστοποιώντας έτσι το πέρασμα του. Αυτά σκεφτόταν όταν έφτασε στο διαμέρισμα που έμενε η κόρη της με τη μικρή της εγγονή.
Πάτησε με νευρικότητα και δύναμη το κουδούνι. Πήγαινε για καφέ στην κόρη της ευκαιρία να δει και τη μικρή της εγγονή, που τόσο είχε επιθυμήσει. Βλέπετε ήταν γιαγιά στα 47 της. Η πόρτα ανοίγει και η μικρή τρέχει να την αγκαλιάσει φωνάζοντας: Γιαγιά!!! Άλλη μια λέξη που τη φόβιζε… Κάθεται βιαστικά στον καναπέ, προσπαθεί να διώξει από τη σκέψη της ότι έχει γεράσει και αρχίζει να συζητά με την κόρη της.
Παρόλα αυτά όμως η απόφαση να δείχνει νέα τριγυρνά στο μυαλό της σαν έμμονη ιδέα! Και κάπου εκεί κάπου ανάμεσα στην κουβέντα ανακοινώνει στην κόρη της την απόφαση της για πλαστική . Καλά! Της απαντά η κόρη αφοσιωμένη στην ετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού και συνεχίζει λέγοντας: Κράτησε λίγο τη μικρή για να κάνω κάποια ψώνια που θέλω από το σούπερ μάρκετ.
Ενώ λοιπόν ήταν ακόμα βυθισμένη στις σκέψεις της ανανέωσης της και συγχρόνως έπαιζε με την εγγονή της, η μικρή της λέει: Γιαγιά σε βλέπω στενοχωρημένη να σου πω ένα παραμύθι να χαρείς; Φυσικά μικρή μου… είμαι όλη αυτιά! Λοιπόν άκου… το παραμύθι είναι για τον χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει…
«Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού, χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος.
Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του —μια φούντα θυμαριού — το είχε χάσει. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στον χιονάνθρωπο.
Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ερχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα έλιωνε.
«Που να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό. Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά, ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους. «Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα.
«Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Νίκος.
Κι ο Κωστής του κόλλησε ένα καπάκι από Κόκα Κόλα για στόμα.
Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σα νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.
«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο.
«Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τα αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά. «Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε» τον απογοήτεψαν τα καράβια.
«Και τώρα τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της Κόκα Κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα –ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ- τη λέγανε.
«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!» ράγισε το σκαρί. Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας που όρμηξε και «χαπ!» κόβει ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου. Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το ‘βαλε στα πόδια ο καρχαρίας.
Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει. «Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στον βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί. Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει κι εκεί το σύννεφο έπεσε σα χιόνι πάνω στην κορυφή.
Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν τον χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.
Μα αυτό δεν στενοχώρησε τον χιονάνθρωπο. . Ήταν τόσο χαρούμενος, που δεν χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του. Ήταν ξανά εκεί… Βέβαια ήταν διαφορετικός και λίγο μικρότερος ένα μικρό χιοναθρωπάκι που θα γέμιζε και θα μεγάλωνε όσο περισσότερο θα χιόνιζε , αλλά είχε τα ίδια συστατικά από τον παλιό».
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της 47 χρονης , ένιωθε σα τον χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει. Η μικρή της εγγονή της έδωσε ένα καλό μάθημα.
Γιατί κλαις γιαγιά μου; Είσαι τόσο όμορφη! Μην κλαις και χαλάς τα ωραία σου μάτια. Ναι ήταν !Ήταν μια όμορφη… η μικρή και όσοι την αγαπούν δεν βλέπουν τις εμφανείς ρυτίδες! Έπρεπε να αφήσει τον εαυτό της να ακολουθήσει την πορεία που είχε ο χιονάνθρωπος… γιατί και οι άνθρωποι χιονάνθρωποι είμαστε! Νομίζουμε ότι όλα μπορούν να μείνουν ίδια, ότι μπορούμε να νικήσουμε το χρόνο παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης και ξεγελώντας το χρόνο και όμως είμαστε τόσο αδύναμοι μπροστά του.. Το μόνο που μας μένει είναι να συμφιλιωθούμε μαζί του.. να γίνουμε φίλοι του και όταν κάποτε μας διαλύσει και μας κάνει κάτι άλλο που δε θα μοιάζει και πολύ με τα νιάτα μας μην του κρατήσουμε κακία, γιατί ότι ακμάζει παρακμάζει… Αυτό είναι νόμος της φύσης δεν αλλάζει και ο χιονάνθρωπος έγινε νερό, μετά υδρατμοί, σύννεφο, χιόνι… για να ξαναδημιουργηθεί ένας νέος, καινούριος χιονάνθρωπος που και αυτός όμως με τη σειρά του θα ακολουθήσει την πορεία του παλιού…
Πολλοί άνθρωποι νιώθουν όπως ο χιονάνθρωπος. Δε θέλουν να λιώσουν. Θέλουν να παγώσουν το χρόνο στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής τους. Δε θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα και κάνουν το πάντα για να παραμείνουν ως έχουν. Και όμως η νομοτέλεια της φύσης αλλάζει τα πράγματα, αλλάζει και τους ανθρώπους. Ότι αρχίζει κάποτε τελειώνει , ότι ακμάζει παρακμάζει τίποτα δε μένει αέναο και αμετάκλητο στο πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος αδυσώπητος εχθρός διαλύει, αλλοιώνει, καταστρέφει. Η αρχή και το τέλος οι δυο αρχές της νομοτελειακής ύπαρξης των άψυχων και των έμψυχων. Οι φωτογραφίες παγώνουν τις στιγμές της ύπαρξης και όταν το αύριο ακυρώνει την ύπαρξη οι ίδιες φωτογραφίες είναι πειστήρια .Όλα μεταβάλλονται τα πράγματα καταστρέφονται για τον ίδιο πάλι σκοπό για να ξαναδημιουργηθούν.
Μην έχετε το άγχος του χιονάνθρωπου. Σταγόνες είμαστε και εμείς που κάποτε ήμασταν χιονάνθρωποι. Και οι άνθρωποι χιονάνθρωποι είναι που θέλουν να μείνουν για πάντα ίδιοι αλλά δεν το καταφέρνουν. Όταν γύρισε η κόρη και ρώτησε τη μητέρα της πότε σκέφτεται να πάει στον πλαστικό χειρούργο εκείνη απάντησε με περίσσια έπαρση: Δεν έχω χρόνο για τέτοια… Θέλω να ασχοληθώ με το μικρό χιονανθρωπάκι μου! Η μικρή χαμογέλασε… έτρεξε προς το μέρος της γιαγιάς της και τη φίλησε. Χωρίς να το καταλάβει είχε διδάξει στη γιαγιά της το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης!
* Η κυρία Ιωάννα Χαρμπέα είναι κοινωνιολόγος – εγκληματολόγος