Αποτρελαμένος, πριζωμένος, από παραισθήσεις κυριευμένος, ταγμένος, φανατικά αφοσιωμένος, υστερικά παραδομένος, σε ντελίριο βυθισμένος· κέρδη, μετοχές, χρέη, δάνεια, επιταγές· αναπαραγωγή, κερδοφορία, πολλαπλασιασμός: σε κάθε περίπτωση τρωτός.
Ο άνδρας κινείται αργά, σταθερά πάνω σε μαύρο στενό άξονα που οδηγεί σε ένα μαύρο «καζάνι». Ποταμός αριθμών ξεχύνεται από το στόμα του, ατέλειωτοι υπολογισμοί, τα δάχτυλά του σε παράκρουση, σε φρενήρη virtual πληκτρολόγηση, θυμίζει λίγο τους ήρωες του «Minority Report» που κινούν τις καρτέλες με τα στοιχεία των υπόπτων πάνω σε αόρατους τοίχους φορώντας ειδικά γάντια. Τα σγουρά μαλλιά του σείονται πέρα δώθε, το βλέμμα βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, καθηλωμένο στα σκαμπανεβάσματα του χρηματιστηριακού δείκτη, εξαρτημένο από αυτό το εικονικό σύμπαν αριθμολαγνείας, την έκσταση της αξίας, τη νέα, πλασματική Οικονομία της κερδοσκοπίας.
Στην άλλη άκρη του άξονα, μέσα στο «καζάνι», μια γυναίκα. Μόνο το κεφάλι και οι γυμνοί της ώμοι αναδύονται, καθώς συνοδεύει το παραλήρημα του άνδρα με τις φωνές της: «Stockme», «Sellme», «Creditme», «Produceme». Ο ερεθισμός αυξομειώνεται ανάλογα με τις μεταπτώσεις των μετοχών, των ομολόγων κ.ο.κ. Οροι οικονομικοί που γίνονται σεξουαλικοί, το κέρδος ως απόλυτο ενισχυτικό της λίμπιντο. «Η αλήθεια είναι», υποστηρίζουν οι Ντελέζ – Γκουαταρί, «ότι η σεξουαλικότητα βρίσκεται παντού: στον τρόπο που ένας γραφειοκράτης χαϊδεύει τα αρχεία του, ένας δικαστής μοιράζει δικαιοσύνη, ένας επιχειρηματίας κάνει το χρήμα να κυκλοφορεί, ή στον τρόπο που η μπουρζουαζία πηδάει το προλεταριάτο κ.ο.κ.».
Η γυναίκα αρχίζει σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί πιο «κανονικές» φράσεις. Μιλάει για όλα όσα ξεπουλάει: την καρδιά της, τα μάτια της, το πάθος της, τα δάκρυά της. Αλλά και τα νεφρά της, το συκώτι της, το στομάχι της, τους πνεύμονές της. Σηκώνεται αργά, ένα κόκκινο φόρεμα αποκαλύπτεται, τα τακούνια της χτυπάνε ηχηρά πάνω στο πάτωμα, φλαμέγκο γίνεται ο ρυθμός της, η κίνησή της, ενώ συνεχίζει να περιγράφει όλα τα είδη που διαθέτει προς πώληση, τα υλικά και τα άυλα, βλεφαρίδες, περούκες, πλακούντες, πόρνες ελπίδες, «εδώ / στη σκηνή του θεάτρου / στης Ευρώπης τον πάτο / τα πουλώ όλα / όλα / όλα».
Ενας άνδρας, μία γυναίκα, ένα ζευγάρι, ο ένας διαρκώς αγοράζει, η άλλη πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει, άρρηκτα δεμένοι σε αυτό το αυθαίρετο παιχνίδι ολέθρου, που περνάει από σεισμούς, λογαριασμούς και εκβιασμούς για να καταλήξει στην κλειστοφοβία, στην κατάθλιψη, στον ιδιοπαθή τρόμο, και όλη την γκάμα των σύγχρονων ψυχικών διαταραχών. Κολλάζ από κοφτές φράσεις και λογοπαίγνια, θραύσματα νοσταλγίας και οδύνης, ένα είδος θεατρικού «ποιήματος» συνθέτει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος –με αφορμή ένα διήγημα του Θανάση Αλευρά –καθώς ξετυλίγει μπροστά μας τον ιδιαίτερο, οπτικά άψογο, σκηνικό κόσμο του «Amor». Ως σχόλιο, το κείμενο δεν έρχεται να μας πει κάτι που δεν γνωρίζουμε: το πώς μας μεταλλάσσει το χρήμα, το κυνήγι για το χρήμα, πώς μας οδηγεί στο ξεπούλημα του εαυτού μας, του μυαλού μας, του διπλανού μας, ακόμη και της χώρας μας. Οσο για το συμπέρασμα, αυτό που σκιαγραφείται μέσα από το αλύχτισμα των ερωτικά πεινασμένων ανθρώπων-λύκων, μέσα από την επανάληψη της λέξης «amor, amor» ή το σπαρακτικό σκαρφάλωμα του άνδρα πάνω στην επιτοίχια σκάλα, αυτό εμφανίζεται δραματουργικά την τελευταία στιγμή, επιζητώντας να μας συγκινήσει με την ισχύ του αυτονόητου, του ανά τους αιώνες αληθούς: ναι, σίγουρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ο έρωτας θα μας σώσει…
Η περιστασιακή ροπή προς το μελό και το κλισέ, όμως, εξουδετερώνεται από μια μεγάλη αρετή της παράστασης, το χιούμορ. Ελαφρύ ή μαύρο, σκηνικό ή λεκτικό, έρχεται με τη λάμψη του να χαρίσει μοναδική ζωντάνια στα τεκταινόμενα: η ευφάνταστη, απρόσμενη χρήση του φλαμέγκο, τα ευρηματικά οικονομικο-ερωτικά σλόγκαν («Stockme»), οι λύκοι, ο κατάλογος των καταστροφών, των ελλιπών τετραγωνικών, και προπαντός η διάθεση διακωμώδησης του «πάτου» μας, κάνουν το εγχείρημα να σπινθηροβολεί αυτοαναιρούμενο. Το «Αmor» σε κερδίζει όχι τόσο για την ουσία των λεγομένων του όσο για το υπέρμετρο στυλ του. Πράγματι, το χιούμορ ταιριάζει τρομερά στον κ. Τερζόπουλο, και εύχομαι να μην το εγκαταλείψει ποτέ.
Περισσότερο από τον θρίαμβο της ρίμας και της εικαστικής τελειότητας που ορθώνεται μπροστά μας (τόσο τέλεια όλα, ώστε φτάνεις να λαχταράς μία ρωγμή, ένα λάθος), αυτό που μας κατακτά τελικά πάνω απ’ όλα είναι οι δύο ηθοποιοί: ο Αντώνης Μυριαγκός εξαιρετικός στην παραφορά του και η Αγλαΐα Παππά με το επιβλητικό εκτόπισμά της συμπληρώνουν ιδανικά ο ένας τον άλλον, σύντροφοι σε μια αξιοθαύμαστη προσπάθεια για ρυθμό, ακρίβεια, ένταση και συναίσθημα που βρίσκει με το παραπάνω τον στόχο της, σε αυτή την παράσταση που αξίζει πραγματικά να δείτε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ