Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια υπερπαραγωγή δημοσκοπικών ερευνών λόγω των εξελίξεων στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής (ΧΑ). Κρύβεται άραγε κάποια διάθεση απλοποίησης πίσω από την ερμηνεία των δημοσκοπικών δεδομένων, ότι δηλαδή ένα κομμάτι της κοινωνίας επιδεικνύει αδικαιολόγητη ανοχή απέναντι στη ΧΑ; Ή μήπως η ανάλυση αυτή αποτυπώνει τις διαθέσεις μερίδας του εκλογικού σώματος, η οποία έχει αποξενωθεί από τους δημοκρατικούς θεσμούς παραμένοντας ασυγκίνητη από τις σοκαριστικές αποκαλύψεις για τη δράση της ΧΑ; Παρακάτω θα αναπτύξουμε ορισμένες αναλυτικές κατευθύνσεις που βοηθούν να σκεφθούμε νηφάλια απαντήσεις στην ερώτηση.
1. Η ΧΑ αποτελεί κλασική περίπτωση κόμματος-πολιτοφυλακής: διαθέτει αυταρχική δομή και επικεφαλής έναν «οδηγητή» (Führer) στον οποίο υπακούουν οι παραστρατιωτικά οργανωμένοι ακόλουθοι. Αυτή η δεσποτική δομή ενός καισαριστικού μηχανισμού δημιούργησε κοινωνικές διασυνδέσεις. Η συμμετοχή σε πράξεις βίαιου ακτιβισμού και η εκπαίδευση στην ιδεολογία και στις πρακτικές του είναι ο ενδότερος δεσμός που έχει συναφθεί μεταξύ της οργάνωσης και των μελών/ενεργών υποστηρικτών της. Η ΧΑ είδε τα ποσοστά της να αυξάνονται τριάντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, όμως τα χαρακτηριστικά της δεν παραπέμπουν στον τύπο του «κόμματος-πυγολαμπίδας» (flash party), ώστε να αναμένουμε η τωρινή κρίση του μηχανισμού να οδηγήσει άμεσα στο τέλος του.
Υπάρχουν μορφώματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς που ξαφνικά κατέλαβαν μια θέση στην κομματική αρένα, για να εξαφανιστούν απρόσμενα μετά από μικρής διάρκειας παρουσία στην πολιτική σκηνή: το Κόμμα του Ronald Schill στο Αμβούργο και η Λίστα του Pim Fortuyn στην Ολλανδία αποτελούν παραδείγματα «κομμάτων» που απογειώθηκαν και εξαφανίστηκαν απότομα. Η ΧΑ δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία· δεν είναι τυπικό προσωποκεντρικό μόρφωμα που δραστηριοποιείται στο πεδίο της μεταπολιτικής διεκδικώντας ηγεμονία σε ηθικο-πολιτισμικά διακυβεύματα. Αντιθέτως, πρόκειται για οργάνωση που με βίαιο ακτιβισμό και κυνικές πρακτικές έχει υπόγεια απλωθεί στην κοινωνία. Ποιοι μπλέχθηκαν στα πλοκάμια της και πώς θα ξεμπλέξουν;
2. Ο σκληρός πυρήνας του κόμματος-πολιτοφυλακής πλαισιώνεται από εκλογείς που είτε ψήφισαν ΧΑ είτε δηλώνουν τέτοια πρόθεση στις δημοσκοπήσεις. Οι πραγματικοί και δυνητικοί ψηφοφόροι της δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Μεταξύ τους εντοπίζονται τρεις υποκατηγορίες διαφοροποιούμενες αναλόγως του βαθμού εγγύτητας στην οργάνωση: πρόκειται για εκείνους που ταυτίζονται με τις θέσεις της και είναι σχεδόν οι μισοί από τους ψηφοφόρους της τού 2012, τους απόμακρους από τα πιστεύω της που φθάνουν οριακά στο 20% των εκλογέων της και τους ουδέτερους που αποτελούν το 1/3 των ψηφοφόρων της και οι οποίοι χωρίς να συμφωνούν δεν διαφωνούν κιόλας με ό,τι η οργάνωση πρεσβεύει πολιτικά.
Ο βαθμός εγγύτητας των ψηφοφόρων με τη ΧΑ προϊδεάζει για τη στάση τους μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Τα δημοσκοπικά δεδομένα (βλ. σχετική επεξεργασία στο metapolls.net) φανερώνουν ότι το διάστημα από το τέλος Αυγούστου 2013 ως τη δολοφονία του 34χρονου ράπερ η ΧΑ απώλεσε το 35% της δημοσκοπικής δύναμής της, ποσοστό ψήφων που στο μεγαλύτερο μέρος του μετατοπίστηκε προς την αδιευκρίνιστη και λευκή ψήφο. Ωστόσο μετά τη σύλληψη και προφυλάκιση του αρχηγικού πυρήνα δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στα ποσοστά της. Πώς εξηγείται η ακινησία μετά την πρώτη τάση φυγής στο σώμα των ψηφοφόρων της;
3. Η ψήφος είναι μια ατομική απόφαση που δομείται από θεσμικούς κανόνες. Ο εκλογέας επιλέγει τι θα ψηφίσει ως αποτέλεσμα συναισθηματικών ταυτίσεων, κοινωνικών επιρροών ή ορθολογικών υπολογισμών. Τα κίνητρα της ψήφου τον ωθούν να οριστικοποιήσει τη στάση του εφόσον δεν βρίσκεται εν μέσω «διασταυρούμενων πιέσεων», δηλαδή αντιφατικών επιρροών που τον καθιστούν ανήμπορο να αποφασίσει. Η ευθύνη της επιλογής βαραίνει προσωπικά κάθε ψηφοφόρο, όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η σημερινή κατάσταση σε σχέση με το διπλό status της ΧΑ συνιστά μια περίπτωση άσκησης «διασταυρούμενης πίεσης»: η ΧΑ (εξακολουθεί να) αναγνωρίζεται ως «κοινοβουλευτικό κόμμα» που μετέχει στη λειτουργία της Βουλής, παρ’ ότι αποτελεί μια οργάνωση υπό κατηγορία, ότι στο εσωτερικό της λειτουργεί μια «δομημένη ομάδα» που «επιδιώκει τη διάπραξη κακουργημάτων» και παρ’ ότι επίσης ουδέποτε πληρούσε τα τυπικά χαρακτηριστικά πολιτικού κόμματος όπως τα ορίζει η δημοκρατική-συνταγματική τάξη. Ενδεχομένως η οργάνωση παρ’ όλα αυτά να γνωρίζει ανοχή ή αποδοχή σε ένα κομμάτι εκλογέων, όμως ένα άλλο τμήμα τους παρεμποδίζεται να αναπροσδιορίσει τη στάση του απέναντί της εξαιτίας της «σχιζοειδούς» διττής παρουσίας της οργάνωσης. Σε μια δημοκρατία οι πολίτες είναι ελεύθεροι να αποφασίσουν ποιοι θα τους εκπροσωπήσουν, όμως η Πολιτεία έχει την τελική ευθύνη πιστοποίησης των επιλογών αυτών· σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή η Πολιτεία δεν έχει ακόμη αναλάβει αυτή την ευθύνη.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ