Πρόσφατα είδα την αριστουργηματική ταινία Μπέκετ (1964), σε σκηνοθεσία Πίτερ Γκλένβιλ, βασισμένη στο θεατρικό του Ζαν Ανούιγ, με τους Ρίτσαρντ Μπάρτον, Πίτερ O’ Τουλ και Τζον Γκίλγκουντ στους ρόλους του Τόμας Μπέκετ (Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι, που δολοφονήθηκε άγρια μέσα στον καθεδρικό ναό το 1170), του βασιλιά Ερρίκου Β’ και του βασιλιά Λουδοβίκου Ζ’ αντίστοιχα. Ανεπανάληπτες ερμηνείες και από τους τρεις κορυφαίους βρετανούς ηθοποιούς, ειδικά από τους δύο πρώτους που είναι και τα μοιραία πρόσωπα του έργου.
Το επόμενο πρωί, βυθισμένος ακόμη στη δραματική πλοκή της υπόθεσης, ξανάπιασα να διαβάσω το θεατρικό του Ελιοτ Murder in the Cathedral («Φονικό στην εκκλησιά» στη μετάφραση του Σεφέρη, «Φόνος στον καθεδρικό» στη δική μου –αδημοσίευτη ακόμη) και αναρωτήθηκα τι έχει εν τέλει μεγαλύτερη σημασία: το ιστορικό πρόσωπο Μπέκετ, η ζωή του, η διαμάχη του με τον Ερρίκο Β’ για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, οι περιστάσεις της φρικτής δολοφονίας του από ανθρώπους πιστούς στον θρόνο, αυτός ο «athleta Christi» (όπως τον αποκάλεσε σε επιστολή προς τον Πάπα Αλέξανδρο Γ’ ο γραμματέας του) ή ο «Μπέκετ» του Ανούιγ και του Ελιοτ; O μάρτυρας της Καθολικής Εκκλησίας ή η περσόνα που φιλοτέχνησαν ο δραματουργός και ο ποιητής; Ποιος «Μπέκετ»: ο «αληθινός» ή ο «πλαστός»; Και ποιος από τους δύο είναι εν τέλει πιο «αληθινός»; Αυτός που μας παραδίδουν οι ιστορικοί (όπως ερμηνεύει ο καθένας τους βέβαια τις πηγές) ή αυτός που ζωντανεύει μπροστά μας, παίρνει σάρκα και οστά, μέσα από τη δύναμη των λέξεων (και των εικόνων);
Εριξα μια ματιά στα επίσημα στοιχεία, στα Materials for the History of Thomas Becket, Archbishop of Canterbury, αλλά τα έκλεισα αμέσως από πλήξη. Στα αφτιά μου αντηχούσαν ακόμη οι βαθυστόχαστοι και σκοτεινοί στίχοι του Ελιοτ. Στην Α’ Πράξη, για παράδειγμα, καθώς οι ιερείς μέμφονται τις γυναίκες στον ναό που εκλιπαρούν τον Μπέκετ να φύγει από την Αγγλία για να γλιτώσει τη ζωή του, εκείνος τους απαντά με έναν λόγο που μας προετοιμάζει για την επερχόμενη θυσία του: «μιλούν για πράγματα που δεν μπορείτε να κατανοήσετε. / Γνωρίζουν και δεν γνωρίζουν τι σημαίνει να πράττεις ή να πονάς. / Γνωρίζουν και δεν γνωρίζουν πως η πράξη είναι πόνος / κι ο πόνος είναι πράξη. Μήτε αυτός που πράττει πονά / μήτε αυτός που πονά πράττει. Και οι δύο είναι καθηλωμένοι / σε μιαν αιώνια πράξη, μιαν αιώνια καρτερικότητα / που πρέπει όλοι ν’ αποδεχθούν για να γίνει κοινή θέληση / που πρέπει όλοι να υπομείνουν για να τη θελήσουν, / ώστε το σχέδιο ν’ αντέξει, γιατί το σχέδιο είναι η πράξη / κι ο πόνος, ώστε να γυρίζει ο τροχός κι όμως / να μένει για πάντα ακίνητος».
Η «αιώνια καρτερικότητα» είναι εδώ η κεντρική φράση του αποσπάσματος, γιατί στα αγγλικά η λέξη «patience» σημαίνει και «πόνος», αφού η λέξη προέρχεται από το λατινικό «pati», «πάσχω». Οι άνθρωποι πάσχουν, υποφέρουν, αλλά πρέπει να υπομείνουν με καρτερικότητα την κίνηση του τροχού, στο ακίνητο κέντρο του οποίου στέκει ο ίδιος ο Θεός. Ο Ελιοτ ζητεί από τους ανθρώπους να μην πράττουν ή να πάσχουν στη βάση των δικών τους σχεδίων, αλλά να ενώσουν τη θέλησή τους με αυτήν του Θεού «ώστε το δικό Του σχέδιο ν’ αντέξει». Στο τέλος του κηρύγματος ο Μπέκετ λέει: «Ενα μαρτύριο συντελείται πάντοτε σύμφωνα με τα σχέδια του Θεού, λόγω της αγάπης Του για τους ανθρώπους, για να τους προειδοποιήσει και να τους οδηγήσει, να τους ξαναφέρει στον δρόμο Του. Δεν συντελείται ποτέ σύμφωνα με τα σχέδια του ανθρώπου, γιατί ο αληθινός μάρτυρας είναι εκείνος που έχει γίνει όργανο του Θεού, που έχει χάσει τη θέλησή του μέσα στη θέληση του Θεού και δεν ποθεί τίποτα πια για τον εαυτό του, ούτε καν τη δόξα του μάρτυρα». Ο Μπέκετ πρέπει να θελήσει ελεύθερα να γίνει μάρτυρας (με τη διπλή έννοια του όρου), όχι για να κερδίσει τη δόξα του αγίου (που την κέρδισε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του), αλλά για να επιβεβαιώσει τη θέληση του Θεού. Τα τέσσερα ξίφη που καρφώνονται στο κορμί του είναι οι τέσσερις άξονες του τροχού που έχει στο κέντρο τον ίδιο. Οι τέσσερις δολοφόνοι «πράττουν», καθώς ο Μπέκετ, ακίνητος στο κέντρο, «υποφέρει» ως μάρτυρας της θείας θέλησης.
Παρ’ όλο που δεν είμαι πιστός, αυτός είναι ο «Μπέκετ» που με αφορά, η θυσία αυτού του «Μπέκετ» με συγκλονίζει. Ισως κάποιοι πουν ότι εδώ μιλάει με προκατάληψη ο ποιητής, όχι ο ιστορικός, κάποιος που δεν γνωρίζει και δεν συγκινείται από τον βίο των αγίων της Εκκλησίας. Ενδεχομένως. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι επί μέρες τώρα βλέπω τον «Μπέκετ» / Μπάρτον να πέφτει αιμόφυρτος πάνω στις κρύες πλάκες του καθεδρικού, καθώς, ατενίζοντας με ευγνωμοσύνη τον σταυρό πάνω στην Αγία Τράπεζα, ψιθυρίζει: «Στον Παντοδύναμο τώρα παραδίδω τον δικό μου και της Εκκλησίας τον σκοπό». Πόσοι πιστοί ή θεολόγοι μπορούν να ισχυριστούν το ίδιο όταν με κατάνυξη μνημονεύουν τ’ όνομά του;
Ο κ. Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική». Διδάσκει Πολιτική Θεωρία και Ιστορία των Ιδεών στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ